Υπερηχογράφημα κύησης: Οι ιδιαιτερότητες για την παχύσαρκη έγκυο
Γράφει ο
Παναγιώτης Μπεναρδής
Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Ειδικός στην Ιατρική Εμβρύου και στη Γυναικολογική Υπερηχογραφία, Επιστ. Συνεργάτης Τμήματος Ιατρικής Εμβρύου ΜΗΤΕΡΑ
Η περίοδος της εγκυμοσύνης συνοδεύεται από ορισμένες απολύτως απαραίτητες υπερηχογραφικές εξετάσεις, που διασφαλίζουν την υγεία της εγκύου και του εμβρύου. Αν όμως η έγκυος τυχαίνει να είναι παχύσαρκη, οι εξετάσεις αυτές έχουν μικρότερη απεικονιστική ακρίβεια. Ποια είναι, λοιπόν, η ορθή αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων;
Η παχυσαρκία είναι η πιο συχνή «μη μολυσματική επιδημία» παγκοσμίως. Στη χώρα μας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το 48% των γυναικών είναι υπέρβαρες και το 18% παχύσαρκες, ενώ πολλές από αυτές είναι στην αναπαραγωγική ηλικία. Πέρα από τις λοιπές επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει η παχυσαρκία στην εγκυμοσύνη, υπάρχει και μία λιγότερο γνωστή, αλλά επίσης επικίνδυνη, «επιπλοκή» Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τα ειδικά υπερηχογραφήματα της αυχενικής διαφάνειας στο α΄ τρίμηνο και του δεύτερου επιπέδου στο β΄ τρίμηνο είναι απολύτως απαραίτητα λόγω της πληθώρας των πληροφοριών που μας παρέχουν, τόσο για την ανατομία του εμβρύου όσο και για τον έλεγχο πιθανών χρωμοσωμικών ανωμαλιών, γενετικών συνδρόμων και επιπλοκών της κύησης.
Το πρόβλημα
Είναι, όμως, η απεικόνιση του εμβρύου το ίδιο ικανοποιητική σε όλες τις γυναίκες; Στις παχύσαρκες γυναίκες η απόσταση του εμβρύου από την κεφαλή του υπερήχου είναι μεγαλύτερη, ενώ παράλληλα συνυπάρχουν και άλλα τεχνικά θέματα που δυσκολεύουν την απεικόνιση. Οι διεθνείς μελέτες έχουν δείξει ότι οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιπλοκών στην εγκυμοσύνη (ειδικότερα, υπάρχει και αυξημένη πιθανότητα ανωμαλιών και επιπλοκών από το έμβρυο), αλλά και αυξημένη πιθανότητα μη απεικόνισης αυτών των ανωμαλιών. Κρίσιμα όργανα όπως η καρδιά και το κεντρικό νευρικό σύστημα, συχνά παραμένουν χωρίς καλή απεικόνιση. Η πρόοδος στην τεχνολογία των μηχανημάτων δεν έχει καταφέρει να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Οι βασικές αρχές
Τι μπορεί να γίνει για να βελτιωθούν τα πράγματα; Το Α και το Ω σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η σωστή και έγκαιρη ενημέρωση και η πρόληψη. Η γυναίκα που σχεδιάζει να μείνει έγκυος, θα πρέπει να ελέγξει αν είναι υπέρβαρη ή παχύσαρκη (π.χ. με τη βοήθεια ενός calculator: https://www.nhlbi.nih.gov/health/educational/lose_wt/BMI/bmi-m.htm). Στην περίπτωση που είναι, θα πρέπει να τροποποιήσει τον τρόπο ζωής της (π.χ. υγιεινή διατροφή, γυμναστική, διακοπή καπνίσματος) και, αν δυσκολεύεται από μόνη της, θα πρέπει να ζητήσει συμβουλευτική από διατροφολόγο ώστε το σωματικό βάρος της να επανέλθει σε φυσιολογικά όρια πριν από την εγκυμοσύνη.
Αν παρά ταύτα ξεκινήσει η εγκυμοσύνη και η γυναίκα είναι παχύσαρκη, τότε αφενός θα πρέπει να συνεχίσει να προσπαθεί για την επίτευξη του στόχου, αφετέρου θα πρέπει να βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τον μαιευτήρα – γυναικολόγο της, που θα της δώσει χρήσιμες συμβουλές και θα καθορίσει και τις πρέπουσες εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου. Ο γιατρός της θα πρέπει, πριν από κάθε επίσκεψη για κάποιο από τα βασικά υπερηχογραφήματα, να την έχει ενημερώσει διεξοδικά για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς αυτών των εξετάσεων.
Ο έλεγχος του σακχάρου και της αρτηριακής πίεσης είναι κρίσιμος, μιας και συχνά η παχύσαρκη γυναίκα εμφανίζει σακχαρώδη διαβήτη ή υπέρταση. Η ιδέα ότι στην εγκυμοσύνη δεν μπορούμε να ελέγξουμε το βάρος μας ή ότι κάποια παραπανίσια κιλά είναι εντάξει αφού θα τα χάσουμε μετά, είναι ένας μύθος.
Σημεία προσοχής
Πηγαίνοντας για τα βασικά υπερηχογραφήματά της, η παχύσαρκη έγκυος θα πρέπει να επιλέξει γιατρό εξειδικευμένο στην Ιατρική Ε0μβρύου, σε κέντρο με σύγχρονα μηχανήματα, και να γνωρίζει τους τεχνικούς περιορισμούς των υπερήχων που καθιστούν δύσκολη την απεικόνιση του εμβρύου. Αυτό μεταφράζεται σε περισσότερες επισκέψεις για επανάληψη της εξέτασης, πιθανό συνδυασμό κοιλιακής και κολπικής εξέτασης, καθώς επίσης και αυξημένο κόστος. Για κάποια κρίσιμα όργανα, όπως π.χ. η καρδιά, μπορεί να ζητηθεί και επιπλέον υπερηχογραφική εξέταση από παιδοκαρδιολόγο. Όσον αφορά τον έλεγχο των χρωμοσωμικών ανωμαλιών, πρέπει να γνωρίζει ότι οι μη επεμβατικές εξετάσεις (εξέταση αυχενικής διαφάνειας, εξέταση ελεύθερου εμβρυϊκού DNA) μπορεί να έχουν χαμηλότερη ευαισθησία, ενώ και οι επεμβατικές μέθοδοι (π.χ. λήψη τροφοβλάστης, αμνιοπαρακέντηση) μπορεί να είναι τεχνικά δύσκολες.
Συμπερασματικά, η έγκυος θα πρέπει να συγκεντρωθεί στον βασικό της στόχο: πώς θα αποκτήσει ένα υγιές μωρό και πώς η ίδια δεν θα παρουσιάσει κάποια επιπλοκή στην υγεία της. Η δύναμη της θέλησης της μέλλουσας μητέρας μπορεί να υπερπηδήσει όλα αυτά τα εμπόδια.