Τι ισχύει για τις χειρουργικές επεμβάσεις θυρεοειδούς-παραθυρεοειδούς μέσα στη «θύελλα» της πανδημίας από τον κορωνοϊό (Covid-19);
Γράφει ο
Γεώργιος Σακοράφας
Χειρουργός Θυρεοειδούς – Παραθυρεοειδών
Επιστημονικός Συνεργάτης ΥΓΕΙΑ
Ευτυχώς στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, οι χειρουργικές επεμβάσεις θυρεοειδούς και παραθυρεοειδών μπορούν να μετατεθούν για αργότερα και να γίνουν με ασφάλεια σε δεύτερο χρόνο, χωρίς να υπάρχει ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΠΟΛΥΤΩΣ κίνδυνος για τους ασθενείς. Θεωρείται ότι ο κίνδυνος λοίμωξης από τον COVID-19 (κορονοϊό) είναι πολύ μεγάλος και υπαρκτός, ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού (ηλικιωμένοι, ασθενείς με συνυπάρχουσες παθήσεις). Παράλληλα, δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο κακής εξέλιξης τυχόν λοίμωξης από COVID-19 ακόμη και σε νεότερους ασθενείς χωρίς υποκείμενα νοσήματα.
Οι εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις όπου θα πρέπει να γίνει επέμβαση (θυρεοειδεκτομή / παραθυρεοειδεκτομή ή βιοψία), έστω και μέσα στην κορύφωση της πανδημίας είναι οι εξής:
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ
- Απειλητική για τη ζωή θυρεοτοξίκωση σε νόσο Graves’ που δεν μπορεί να ελεγχθεί συντηρητικά (με φαρμακευτική αγωγή)
- Πολύ μεγάλου βαθμού διόγκωση του θυρεοειδούς (βρογχοκήλη) ή λίαν ευμεγέθης όζος που προκαλεί μεγάλου βαθμού στένωση της αεροφόρου οδού και αναπνευστική δυσχέρεια (σπάνια, καθώς σήμερα ελάχιστοι ασθενείς φθάνουν σε αυτό το στάδιο και αυτό συμβαίνει σταδιακά, όχι ξαφνικά)
- Ασθενείς με επιθετικό καρκίνο θυρεοειδούς που μπορεί να απειλήσει άμεσα τη ζωή του ασθενούς (π.χ. με εξαιρετικά βραχύ χρόνο διπλασιασμού ή υποτροπή επιθετικού καρκίνου) (εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις). Προφανώς η συντριπτική πλειοψηφία των καρκίνων θυρεοειδούς δεν ανήκει σε αυτή την περίπτωση
- Ασθενείς με πιθανό αναπλαστικό καρκίνο θυρεοειδούς (έχει εξαιρετικά επιθετική συμπεριφορά και συνήθως είναι δυνατή μόνο η ανοικτή βιοψία)
- Υποψία λεμφώματος θυρεοειδούς (σπάνια πάθηση)-η ανοικτή βιοψία μπορεί να τεκμηριώσει την διάγνωση και να κατευθύνει την περαιτέρω αγωγή (μη χειρουργική)
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΩΝ
Εξαιρετικά βαριά υπερασβεστιαμία (> 14 mg/dL) που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά.