Διαταραχή ελλειματικής προσοχής – υπερκινητικότητας ( Δ Ε Π Υ )
Η υπερκινητικότητα, η παρορμητικότητα, η έλλειψη συγκέντρωσης είναι χαρακτηριστικά που λίγο πολύ εμφανίζουν όλα τα παιδιά. Υπάρχει, όμως, ένα όριο που τα συμπτώματα αυτά γίνονται παθολογικά και επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξή των παιδιών. Πότε, λοιπόν, θα πρέπει να ανησυχούν οι γονείς και πώς πρέπει να αντιδρούν;
Γράφει η
Άρτεμις Γκίκα, MD, MSc, PhD, MRCPCH, CCT(UK)
Παιδονευρολόγος, Επιστημονική Συνεργάτις Παίδων ΜΗΤΕΡΑ
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) θεωρείται μία από τις συχνότερες νευροαναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας. Στην πλήρη της μορφή, η διαταραχή περιλαμβάνει συμπτώματα που αφορούν στους τομείς της υπερκινητικότητας, διάσπασης προσοχής και παρορμητικότητας. Είναι σήμερα γνωστό ότι υπάρχουν παιδιά που εκφράζουν συμπτώματα υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας χωρίς διάσπαση προσοχής, όπως επίσης και παιδιά που εμφανίζουν διάσπαση προσοχής χωρίς υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Η ΔΕΠΥ εμφανίζεται στο 5%-7% των παιδιών σχολικής ηλικίας και είναι συχνότερη στα αγόρια.
Είναι ενδεχόμενο πάντως η μικρότερη συχνότητα στα κορίτσια να οφείλεται στο γεγονός ότι τα κορίτσια εμφανίζουν λιγότερο συχνά υπερκινητικότητα και γι’ αυτό στα κορίτσια η διάγνωση συχνά παραβλέπεται ή γίνεται αργότερα.
Τα χαρακτηριστικά ή πυρηνικά, όπως λέγονται, συμπτώματα της ΔΕΠΥ είναι η υπερκινητικότητα, η παρορμητικότητα και η διάσπαση προσοχής:
• Σε ό,τι αφορά την υπερκινητικότητα, το παιδί χαρακτηρίζεται από έντονη ενεργητικότητα, που φαίνεται άσκοπη, κινείται συνέχεια, μεταπηδά από τη μία δραστηριότητα στην άλλη, κάνει συχνά ζημιές, είναι ανυπόμονο, απαιτητικό και δυσκολεύεται να δεχθεί κανόνες.
• Σε ό,τι αφορά την παρορμητικότητα, το παιδί δεν έχει συναίσθηση του κινδύνου και φαίνεται ιδιαίτερα επιρρεπές σε ατυχήματα.
• Σε ό,τι αφορά τη διάσπαση προσοχής, το παιδί δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί σε δραστηριότητες κατάλληλες για την ηλικία του, δεν εστιάζει σε λεπτομέρειες, φαίνεται να μην παρακολουθεί πάντα αυτά που του λένε, ξεχνάει ή χάνει συχνά τα πράγματά του. Η αδυναμία συγκέντρωσης αφορά τόσο στα μαθήματα όσο και σε «ευχάριστες» δραστηριότητες, όπως τα ομαδικά παιχνίδια, η ζωγραφική, οι κατασκευές, τα παζλ. Εξαίρεση αποτελεί η τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, καθώς φαίνεται ότι ακόμα και τα παιδιά με διάσπαση προσοχής συγκεντρώνονται σε αυτά!
Η θεραπεία
Απαραίτητο στοιχείο για τη διάγνωση της διαταραχής είναι η εμφάνιση των συμπτωμάτων σε περισσότερα του ενός περιβάλλοντα, δηλαδή τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο.
Συχνά αναφέρεται από τους γονείς ότι το παιδί είναι υπερκινητικό και «άτακτο» στο σπίτι, αλλά «άψογο» στο σχολείο ή το αντίθετο. Αυτό είναι πιο πιθανό να οφείλεται σε ανεπιτυχείς συμπεριφορικούς χειρισμούς στο σπίτι ή στο σχολείο αντίστοιχα παρά σε πραγματική ΔΕΠΥ.
Είναι επίσης προφανές ότι τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ είναι πολύ συχνά στην παιδική ηλικία και αφορούν σε κάποιο βαθμό όλα τα παιδιά. Ο βαθμός στον οποίο αυτά είναι παθολογικά, εξαρτάται μεταξύ άλλων από την ηλικία του παιδιού καθώς, για παράδειγμα, διαφορετικό επίπεδο συγκέντρωσης απαιτείται από ένα παιδάκι 4 χρόνων και διαφορετικό από ένα παιδάκι 7 χρόνων. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζονται στους ειδικούς συνήθως μεταξύ 3 και 7 χρόνων. Επιπλέον η αναγνώριση των δυσκολιών συχνά συμπίπτει με την ένταξη σε σχολικά περιβάλλοντα λόγω των αυξημένων απαιτήσεων για συγκέντρωση και συμμόρφωση με τους κανόνες.
Το πρώτο βήμα για τη διάγνωση είναι για τους περισσότερους γονείς η συζήτηση των δυσκολιών με τον παιδίατρο, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά το παιδί, αλλά και τη δυναμική όλης της οικογένειας. Η επίσημη διάγνωση της ΔΕΠΥ γίνεται από ειδικούς (αναπτυξιολόγους, παιδοψυχιάτρους, παιδονευρολόγους) και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη συμπλήρωση εξειδικευμένων ερωτηματολογίων από γονείς και εκπαιδευτικούς, τα οποία αξιολογούνται, αλλά και τη νευρολογική εκτίμηση του παιδιού για να αποκλειστούν πιθανές υποκείμενες οργανικές αιτιολογίες.
Η ΔΕΠΥ σε αρκετές περιπτώσεις συνυπάρχει ή προκαλεί και άλλες δυσκολίες στο παιδί, όπως μαθησιακές δυσκολίες, διαταραχές λόγου, προβλήματα συμπεριφοράς, άγχος. Η αντιμετώπισή της επομένως πρέπει να είναι εξατομικευμένη και ολιστική, να προσαρμόζεται δηλαδή στις συγκεκριμένες ανάγκες του κάθε παιδιού και να περιλαμβάνει, όπου χρειάζεται, συνδυασμό θεραπευτικών παρεμβάσεων (εργοθεραπεία, ειδική αγωγή, λογοθεραπεία, ψυχοθεραπεία, συμβουλευτική γονέων).