Χαμηλό ανάστημα: Πότε χρειάζεται ο παιδοενδοκρινολόγος
Πολλοί είναι οι γονείς που ανησυχούν για το ανάστημα και γενικά για την ανάπτυξη του παιδιού τους. Εκτός από τους κληρονομικούς παράγοντες, που είναι και οι σημαντικότεροι, υπάρχει πιθανότητα να συντρέχουν και παθολογικά αίτια. Ποια είναι αυτά και πότε πρέπει να επέμβει γιατρός;
Γράφει η
Μαρία Καράντζα – Χαρώνη
Παιδίατρος – Ενδοκρινολόγος, Διευθύντρια Τμήματος Παιδο-Ενδοκρινολογίας – Παχυσαρκίας & Ελέγχου Βάρους Παίδων/Εφήβων Παίδων ΜΗΤΕΡΑ
Μία από τις συχνότερες αιτίες για να παραπεμφθεί ένα παιδί στον παιδοενδοκρινολόγο είναι το χαμηλό ανάστημα. Τα αίτια ποικίλλουν, όπως ακριβώς και η αντιμετώπισή τους.
Ακρογωνιαίος λίθος για την σωστή διάγνωση της αιτιολογίας του χαμηλού αναστήματος αποτελούν οι καμπύλες ανάπτυξης ύψους και βάρους σώματος οι οποίες υπάρχουν στο βιβλιάριο υγείας των παιδιών. Σε κάθε παιδί θα πρέπει τουλάχιστον 2 φορές το έτος να καταγράφεται το σωματικό ύψος και βάρος στις καμπύλες ανάπτυξης και να υπολογίζεται ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης. Ο υπολογισμός αυτός είναι εξαιρετικά χρήσιμος στην διαγνωστική προσέγγιση του κοντού παιδιού. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι τα παιδιά μετά την ηλικία των 2 ετών ψηλώνουν περίπου 5 εκατοστά ανά έτος , μπορούμε με ευκολία μέσω των μετρήσεων μας να αναγνωρίσουμε το παιδί με ανεπαρκή ταχύτητα ανάπτυξης που χρήζει άμεσης παραπομπής και ειδικών εξετάσεων, από το παιδί που αναπτύσσεται φυσιολογικά αλλά είναι απλά μικροκαμωμένο- “κοντό”.
Ο κληρονομικός παράγοντας
Η κυριότερη αιτία χαμηλού αναστήματος είναι το γενετικά χαμηλό ανάστημα. Μέσω ενός απλού μαθηματικού τύπου ο παιδοενδοκρινολόγος μπορεί να υπολογίσει με βάση τα ύψη των γονέων το “γενετικό ύψος-στόχο” του παιδιού, το αναμενόμενο τελικό του ύψος δηλαδή με βάση το γενετικό του δυναμικό. Έτσι γενετικά χαμηλό ανάστημα χαρακτηρίζεται το ανάστημα που είναι μεν χαμηλό, αλλά μέσα στο αναμενόμενο για το “γενετικό ύψος-στόχο” και με φυσιολογική ταχύτητα ανάπτυξης. Δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και αγωγής καθότι αποτελεί ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό.
Συχνή αιτία χαμηλού αναστήματος αποτελεί και η ιδιοσυστασιακή καθυστέρηση ανάπτυξης και ενήβωσης. Πρόκειται για παιδιά με φυσιολογική και πάλι ταχύτητα ανάπτυξης, τα οποία όμως ψηλώνουν χαμηλότερα του “γενετικού τους ύψους -στόχου”. Η κατηγορία αυτή των παιδιών θα ξεκινήσει εφηβεία αργότερα και θα ολοκληρώσει την αναπτυξή της αργότερα. Πρόκειται για παράδειγμα για κορίτσια που θα έχουν πρώτη έμμηνο ρύση μετά τα 14 έτη (φυσιολογικά η έμμηνος ρύση ξεκινάει σε ηλικία 12 -12,5 ετών) και θα ψηλώνουν μέχρι τα 16-17 έτη, ή για αγόρια που θα ψηλώνουν και μετά το τέλος των μαθητικών τους χρόνων, στο πανεπιστήμιο ή στον στρατό. Ο τρόπος αυτός ανάπτυξης είναι έντονα κληρονομικός και για αυτόν τον λόγο θεωρούμε απαραίτητη την λήψη σωστού οικογενειακού ιστορικού ως προς στον τρόπο ανάπτυξης και ενήβωσης των γονέων.
Τα παθολογικά αίτια
Παθολογικά αίτια χαμηλού αναστήματος αναζητάμε όταν η ταχύτητα ανάπτυξης δεν είναι φυσιολογική αλλά είναι χαμηλή ( < 5 εκ/έτος). Πιθανά ενδοκρινολογικά αίτια που θέλουμε να αποκλείσουμε είναι η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα (υποθυρεοδεισμός), η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, η υπερρέκριση κορτιζόλης (σύνδρομο Cushing).
Απαραίτητο είναι επίσης να αποκλειστούν παθήσεις του γαστρεντερικού συστήματος που μέσω κακής απορρόφησης εμποδίζουν την σωστή ανάπτυξη του παιδιού (κοιλιοκάκη-αλλεργία στη γλουτένη, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, κ.ά.), παθήσεις των νεφρών, συστηματικά νοσήματα όπως και ορισμένα γενετικά σύνδρομα που σχετίζονται με χαμηλό ανάστημα ( σύνδρομο Turner, σύνδρομο Noonan, σύνδρομο Prader-Willi, κ.ά.).
Οι εξετάσεις και η αντιμετώπιση
Η διαγνωστική σκέψη και ο απαραίτητος ενδοκρινολογικός εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος επεξηγείται από τον παιδοενδοκρινολόγο και συνήθως αποτελείται από αιματολογικές εξετάσεις και ακτινογραφία άκρας χειρός για προσδιορισμό οστικής ηλικίας (μία ιδιαίτερα χρήσιμη εξέταση για τον υπολογισμό του τελικού αναστήματος ενός παιδιού). Ειδικότερες εξετάσεις για προσδιορισμό επιπέδων αυξητικής ορμόνης (καμπύλες αυξητικής ορμόνης) δεν αποτελούν δοκιμασίες πρώτης γραμμής και γίνονται μετά από πιο μακροχρόνια ενδοκρινολογική παρακολούθηση.
Συμπερασματικά τα αίτια του χαμηλού αναστήματος ποικίλλουν και στην πλειοψηφία των παιδιών δεν ανευρίσκεται παθολογία. Είναι απαραίτητες οι σωστές μετρήσεις ύψους και βάρους από τον παιδίατρο και ο υπολογισμός της ταχύτητας ανάπτυξης με βάση τις ειδικές για την ηλικία και το φύλο καμπύλες. Εξειδικευμένος ενδοκρινολογικός έλεγχος γίνεται κατόπιν παραπομπής των παιδιών με χαμηλό ανάστημα και ανεπαρκή ταχύτητα ανάπτυξης. Η αντιμετώπιση και η κατάλληλη αγωγή ποικίλλει ανάλογα με το αίτιο που προκαλεί το χαμηλό ανάστημα.
Μάιος, 2016