Καρκίνος των Ωοθηκών

Η πρώιμα έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών είναι ιδιαίτερα σημαντική και κύριος καθοριστικός παράγοντας για την βελτίωση της πρόγνωσης της νόσου.

Γράφει ο
Στέλιος Μουρτζάκης
Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης ΜΗΤΕΡΑ.

Καρκίνος των ωοθηκών
Οι κακοήθεις νεοπλασίες των ωοθηκών  αποτελούν τη   συχνότερη αιτία θανάτου  από καρκίνο των γεννητικών οργάνων και ενώ η επιθετικότητα της νόσου  έχει σαν αποτέλεσμα να προκαλεί  θνησιμότητα μεγαλύτερη απ’ ότι οι κακοήθειες τραχήλου και μήτρας μαζί .

Υπολογίζεται ότι για την Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη σε σειρά συχνότητας κακοήθεια των γεννητικών οργάνων, μετά τον καρκίνο του ενδομητρίου με συχνότητα 12-15 νέες περιπτώσεις /100.000 ετησίως. Η μεγαλύτερη συχνότητα παρατηρείται σε γυναίκες  ηλικίας 55-65 ετών ενώ η συχνότητα της νόσου αυξάνεται διαρκώς έως την ηλικία των 80 ετών.  Παγκοσμίως υπολογίζονται 250.000 νέες περιπτώσεις κάθε χρόνο, ενώ η συχνότητα κυμαίνεται στις 15 νέες περιπτώσεις ανά 100.000 ετησίως.

Συμπτώματα
Η απουσία χαρακτηριστικών συμπτωμάτων έχει σαν αποτέλεσμα τη διάγνωση της σε προχωρημένο στάδιο στα 3/4 των περιπτώσεων.

Η νόσος παρουσιάζεται με μεγάλη ποικιλία ασαφών   συμπτωμάτων, όπως μετεωρισμού, διάτασης της κοιλιάς, δυσκοιλιότητα, κολπική αιμόρροια, κόπωση καθώς και πρώιμη αίσθηση  κορεσμού.

Η κυριότερη αιτία για την υψηλή θνητότητα της νόσου είναι η καθυστερημένη διάγνωση της.

Έρευνες ανέδειξαν ότι συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, αύξηση του όγκου της κοιλιάς καθώς και μετεωρισμού αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες παρουσίας του καρκίνου των ωοθηκών ενώ συμπτώματα όπως ναυτία, εμετός, δυσκοιλιότητα ή διάρροια συνδέονται με προχωρημένα στάδια της νόσου . Τέλος, η παρουσίαση με οίδημα του ενός άκρου δεν είναι σπάνιο λόγω εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης.

Διάγνωση
Η  τελική επιβεβαιωμένη διάγνωση του καρκίνου  των ωοθηκών μπορεί να δοθεί μόνο από το παθολογοανατομικό εργαστήριο μετά από βιοψία των ωοθηκών ή εκτομή αυτών.

Όταν αναγνωρίζεται κάποιος όγκος στην ωοθήκη η απόφαση για το αν θα ακολουθηθεί η  παρακολούθηση του  με επαναλαμβανόμενες απεικονίσεις ή αν θα διερευνηθεί χειρουργικά εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων.
Ειδικά σε προεμμηνοπαυσιακές  γυναίκες η διαφοροδιάγνωση ανάμεσα σε λειτουργικές κύστεις και σε ύποπτες μάζες είναι αναγκαία. Η διαγνωστική προσέγγιση βασίζεται στην αξιολόγηση των κλινικών ευρημάτων, των υπερηχογραφικών χαρακτηριστικών και τη μέτρηση καρκινικών δεικτών στο περιφερικό  αίμα.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά που περιλαμβάνουν την εκτίμηση του μεγέθους  ( <ή> 10 εκ ),  η ύπαρξη διαφραγμάτων, οι ενδοκυστικές εκβλαστήσεις καθώς και ο δείκτης παλμικότητας (Doppler).
Η χρήση άλλων απεικονιστικών μεθόδων όπως η αξονική  και μαγνητική τομογραφία, περιορίζονται στην εκτίμηση των εξωπυελικών χώρων για τυχόν επέκταση  της νόσου.

Το διακολπικό υπερηχογράφημα έχει ικανοποιητική ευαισθησία (εάν υπάρχει κακοήθεια στις ωοθήκες θα εντοπισθεί) αλλά περιορισμένη ειδικότητα (δεν είναι σε θέση να διαχωρίσει  τις απλές κύστεις από  τον καρκίνο) και για τον παραπάνω λόγο δεν έχει καθιερωθεί σαν εξέταση ελέγχου.

Επίσης, η χρήση νεοπλασματικών δεικτών είναι ιδιαίτερης σημασίας όπως το Ca 125 ιδιαίτερα μετεμμηνοπαυσιακά ενώ στους όγκους γεννητικών κυττάρων και στρωματικούς όγκους  ρόλο έχουν και η AFP καθώς και η
β-hcg. Τέλος, ιδιαίτερα προεμμηνοπαυσιακά, έδαφος φαίνεται να κερδίζει ο δείκτης HE-4 καθώς και το OVA-1 , που συνδυάζει διάφορους δείκτες σε μία εξέταση.

Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει σε μία σειρά αλγορίθμων , που έχουν δημιουργηθεί  ( ADNEX, ROMA, ROCA κ.α ) , που συνδυάζουν δείκτες  από το αίμα της ασθενούς καθώς και υπερηχογραφικά ευρήματα  ανεβάζοντας έτσι την ευαισθησία  εντοπισμού κακοήθειας.

Ταξινόμηση
Τα ιστολογικά χαρακτηριστικά  είναι αυτά που έχουν σημασία για την ταξινόμηση των όγκων των ωοθηκών.
Έτσι οι όγκοι της ωοθήκης διαχωρίζονται σε:

• Επιθηλιακούς όγκους της ωοθήκης, που αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των κακοηθειών.
• Όγκοι από τα γεννητικά κύτταρα.
• Όγκοι από το εξειδικευμένο μεσέγχυμα (από τα κύτταρα που παράγουν τις γεννητικές ορμόνες).
• Όγκοι από το μη ειδικό μεσέγχυμα (στηρικτικός ιστός της ωοθήκης).
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η κατηγοριοποίηση σε όγκους χαμηλής δυνητικής κακοήθειας (borderline) που έχουν διαφορετική, πιο συντηρητική αντιμετώπιση.
Αντιμετώπιση

Η αρχική θεραπεία είναι συνήθως η χειρουργική που βάζει και την οριστική διάγνωση του καρκίνου με την  ιστολογική εξέταση.

Σκοπός της χειρουργικής θεραπείας είναι η εξαίρεση του ή των όγκων των ωοθηκών, της μήτρας  – ολική υστερεκτομή με τα εξαρτήματα – και του επιπλόου (τμήμα λίπους μέσα στην κοιλιά – που συχνά φιλοξενεί οζίδια του καρκίνου) – επιπλοεκτομή.  Ακόμη απαραίτητη είναι  η σταδιοποίηση (αναζήτηση  και ανίχνευση ορατών και αόρατων μεταστάσεων στην κοιλιά και στους λεμφαδένες) και η κυτταρομείωση  (η αφαίρεση ιδανικά, όλων των μεγάλων και μικρών εστιών καρκίνου).Η σωστή και  πλήρης αρχική χειρουργική επέμβαση έχει μεγάλη σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη της νόσου.

Με τη χειρουργική θεραπεία και την ιστολογική εξέταση  καθορίζεται και το στάδιο της νόσου. Σπάνια ο καρκίνος αφορά μόνο την ωοθήκη (Στάδιο Ι) ή περιορίζεται στο κάτω μέρος της κοιλιάς (πύελος – Στάδιο ΙΙ). Συνήθως,  αναπτύσσονται οζίδια ή όγκοι, επιφανειακά,  σε όλη την έκταση της κοιλιάς, ή στους λεμφαδένες (Στάδιο ΙΙΙ) ή πιο σπάνια  μέσα στα άλλα όργανα (ήπαρ, έντερο, πνεύμονας κλπ – Στάδιο IV).

Η χημειοθεραπεία, συνήθως ενδοφλέβια, ακολουθεί σχεδόν πάντα τη χειρουργική θεραπεία και εξαρτάται από τον ιστολογικό τύπο.Τις περισσότερες φορές γίνονται τουλάχιστον 6 κύκλοι θεραπείας, ανά 3-4 εβδομάδες, με  ένα ή συνήθως δύο φάρμακα (παράγωγα της πλατίνας και ταξόλη).

Ακτινοθεραπεία στον καρκίνο των ωοθηκών χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, συνήθως σε υποτροπή της νόσου.
Παράγοντες που επιδρούν στον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών:

Αύξηση κινδύνου
• Κληρονομικότητα
• Καθυστερημένηεμμηνόπαυση
• Οιστρογονικήορμονοθεραπείαυποκατάστασης
• Στειρότητα
• Πληθυσμιακός έλεγχος

Ελάττωση κινδύνου
• Αντισυλληπτικόχάπι
• Τεκνοποίηση
• Υστερεκτομή
• Θηλασμός

Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει σε ορισμένες περιπτώσεις όπου ο καρκίνος των ωοθηκών  καθορίζεται κληρονομικά και αποδίδονται σε κληρονομικές μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA 1 και BRCA 2 όπου ο δια βίου
κίνδυνος ανάπτυξης κακοήθειας ανέρχεται σε 40-60% και 16-27% αντίστοιχα όποτε και η παρακολούθηση καθώς και αντιμετώπιση των γυναικών αυτών διαφοροποιείται από το γενικό πληθυσμό.