Καρκίνος ενδομητρίου
Γράφει ο
Ιωάννης Κουτουκός
Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Συνεργάτης ΜΗΤΕΡΑ
O καρκίνος του ενδομητρίου είναι η συχνότερη γυναικολογική κακοήθεια με ποσοστό έως και 2,8% επί του γενικού πληθυσμού. Το αδενοκαρκίνωμα είναι η συχνότερη μορφή του, με 75% των γυναικών να βρίσκονται στην εμμηνόπαυση. Οι γυναίκες αυτές έχουν συνήθως απώλεια αίματος από τον κόλπο που ονομάζεται μετεμμηνοπαυσιακή αιμορραγία. Το 25% των γυναικών με καρκίνο του ενδομητρίου που έχουν ακόμα περίοδο, παρατηρούν διαταραχές σύννεφα στη ροή και τη συχνότητα του αίματος.
Παράγοντες κινδύνου είναι η παχυσαρκία, η ατοκία, η χρήση οιστρογόνων, οι πολυκυστικές ωοθήκες, η συνοδός κακοήθεια στον μαστό, στις ωοθήκες και το παχύ έντερο, και το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του ενδομητρίου. Η χρήση αντισυλληπτικών φαίνεται να έχει προστατευτική δράση, ενώ η χρήση ταμοξιφαίνης φαίνεται πλέον ότι δεν αυξάνει την πιθανότητα καρκινογένεσης στη μήτρα από μόνη της.
Η διάγνωση τίθεται με την κλασσική βιοψία ενδομητρίου μέσω απόξεσης ή τη βιοψία στο ιατρείο χωρίς νάρκωση, pipelle. Η καλλίτερη όμως μέθοδος είναι η επισκόπηση της κοιλότητας της μήτρας υστεροσκοπικά και η κατευθυνόμενη βιοψία. Οι απεικονιστικές εξετάσεις με τη χρήση υπερήχων και μαγνητικής τομογραφίας δίδουν μια υποψία της νόσου και της επέκτασης της.
Μόλις τεθεί η διάγνωση ακολουθεί και η θεραπεία της πάθησης η οποία και είναι ανάλογη του σταδίου, της ιστολογικής και της διαφοροποίησης καθώς και της ηλικίας της γυναίκας και την επιθυμία αυτής για τεκνοποίηση.
Δεν είναι σπάνιο να εμφανιστεί καρκίνος του ενδομητρίου πάνω σε κάποιον ενδομήτριο πολύποδα και να είναι εντοπισμένος εκεί. Στις περιπτώσεις αυτές, και όταν η γυναίκα επιθυμεί να κυοφορήσει μπορεί να γίνει μια τοπική εκτομή της νόσου υστεροσκοπικά.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι η αφαίρεση της μήτρας και πιθανώς η χειρουργική σταδιοποίηση με τον λεμφαδενικό καθαρισμό. Πλέον στις περισσότερες περιπτώσεις η διαδικασία αυτή μπορεί να επιτευχθεί λαπαροσκοπικά δια μέσου μικρών οπών στο κοιλιακό τοίχωμα. Η λαπαροσκοπική μέθοδος έχει τα ίδια αποτελέσματα, επιβίωση και ικανότητα χειρουργικού καθαρισμού σε σύγκριση με το ανοιχτό χειρουργείο, λαπαροτομία. Έχει όμως πλεονεκτήματα καθώς έχει λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο και γρηγορότερη έξοδο από το νοσοκομείο και την επάνοδο στις καθημερινές δραστηριότητες. Μετά την χειρουργική επέμβαση ακολουθεί κάποιες φορές και εκεί που η πρόγνωση είναι χειρότερη, η επικουρική χημειοθεραπευτική συνήθως θεραπεία. Σε μερικές προχωρημένες περιπτώσεις η εκεί που το χειρουργείο αποτελεί πολύ μεγάλο κίνδυνο στη ζωή της γυναίκας έχουμε μερική ανταπόκριση με τη χορήγηση ορμονοθεραπείας.