Προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος: ποιά είναι σήμερα τα δεδομένα;
Ο προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος είναι η διαδικασία ελέγχου του γενετικού υλικού των εμβρύων πριν από την εμβρυομεταφορά και γίνεται με στόχο να ελέγξει την πιθανότητα ύπαρξης τυχόν γενετικών προβλημάτων. Πώς γίνεται, όμως, και με τι αποτελέσματα;
Γράφει o
Παναγιώτης Καραντζής
Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, εξειδικευμένος στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, IVF ΜΗΤΕΡΑ
Κατ’ αρχάς, για να γινόμαστε πιο κατανοητοί και συγκεκριμένοι, θα πρέπει να εξηγήσουμε ότι υπό τον όρο προεμφυτευτικός γεννητικός έλεγχος, υπάρχουν δυο επιπλέον έννοιες:
• Προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD): είναι η in vitro μέθοδος διερεύνησης γενετικών νοσημάτων σε έμβρυα που προκύπτουν από IVF.
• Προεμφυτευτικό γενετικό screening (PGS): είναι ο έλεγχος για χρωμοσωμικές ανωμαλίες των εμβρύων που προκύπτουν από IVF.
Η ιστορία του προεμφυτευτικού γεννητικού ελέγχου ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε γεννιέται το πρώτο παιδί, και μάλιστα από ελληνικά χέρια (Έλενα Κοντογιάννη, Hammersmith 1991) από ζευγάρι που υπεβλήθη σε προεμφυτευτική διάγνωση για φιλοσύνδετο νόσημα, δηλαδή για νόσημα όπου η βλάβη ανευρίσκεται στα χρωμοσώματα Χ ή Υ.
Η διαδικασία της προεμφυτευτικής διάγνωσης περνά μέσα από έναν κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης. Προϋποθέτει την υποβολή της γυναίκας σε διέγερση ωοθηκών, ακολουθεί η ωοληψία και η γονιμοποίηση των ωαρίων με μικρογονιμοποίηση. Ακολουθεί η βιοψία των εμβρύων που προκύπτουν την τρίτη ημέρα διαίρεσής τους (αφαίρεση δηλαδή 2-3 βλαστομεριδίων) ή την 5η ημέρα ζωής (αφαίρεση τροφοεκτοδέρματος). Το υλικό αποστέλλεται στο τμήμα Γενετικής όπου, αφού αναλυθεί το DNA των εμβρύων, ταυτοποιούνται τα υγιή και τα παθολογικά έμβρυα. Στη συνέχεια ενημερώνεται η Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και ο θεράπων ιατρός μεταφέρει στη μήτρα της γυναίκας (εμβρυομεταφορά) μόνο υγιή έμβρυα στο στάδιο της βλαστοκύστης.
Ενδείξεις προεμφυτευτικής διαγνωσης είναι:
• Υπολειπόμενος αυτοσωματικός χαρακτήρας: θαλασσαιμίες, κυστική ίνωση, νωτιαία μυϊκή δυστροφία.
• Κυρίαρχος αυτοσωματικός χαρακτήρας: μυοτονική δυστροφία, νόσος Huntington, νόσος Charlot – Marie-Tooth.
• Φιλοσύνδετα: αιμοροφιλία, μυϊκή δυστροφία Duchenne, σύνδρομο εύθραυστου χρωμοσώματος Χ (fragile X).
Ειδικότερα στη χώρα μας, η προεμφυτευτική διάγνωση βρήκε γόνιμο έδαφος εφαρμογής λόγω του ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός φορέων θαλασσαιμιών (α-β μεσογειακή αναιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία).
Άλλες ενδείξεις προεμφυτευτικής διάγνωσης είναι:
• Χρωμοσωμικές μεταθέσεις (translocations): αμοιβαίες (Reciprocal), Robertsonian.
• Συγγενής προδιάθεση για καρκίνο: μαστού (BRCA 1-2), Ca ορθοσιγμοειδούς και στομάχου, ρετινοβλάστωμα, συγγενής αδενωματώδης πολυποδίαση.
Προϋποθέσεις και όρια για την PGD στην Ελλάδα
1. Όριο ηλικίας είναι θεωρητικά το 50ό, αλλά η προεμφυτευτική διάγνωση έχει πρακτική σημασία μόνο έως την ηλικία των 45 ετών, πέραν της οποίας η πλειονότητα των γυναικών χρησιμοποιεί ωάρια δότριας.
2. Επιτρέπεται η χρήση σε ζευγάρια με ιστορικό φορέα φιλοσύνδετου ή μονογονιδιακού νοσήματος.
3. Επιτρέπεται η χρήση σε περιστατικά πολλών αποβολών, πολλών αποτυχημένων προσπαθειών IVF.
4. Επιτρέπεται η χρήση όπου χρειάζεται HLA matching.
5. Απαγορεύεται η επιλογή φύλου για κοινωνικούς λόγους.
Το ποσοστό λάθους (misdiagnosis) στον προεμφυτευτικό γεννητικό έλεγχο είναι εξαιρετικά χαμηλό και συγκεκριμένα για μονογονιδιακά νοσήματα δεν ξεπερνά το 0,27%, για φιλοσύνδετα το 0,45% και για χρωμοσωμικές ανωμαλίες το 0,11%. Τα αποτελέσματα αυτά δημοσιεύτηκαν από τη European Society for Human Reproduction and Embryology (ESHRE) συσσωρεύοντας την κλινική πείρα από το 1997-2008.
Τα ποσοστά επιτυχίας είναι επίσης πολύ υψηλά. Πιο συγκεκριμένα για το LBR (ποσοστό ζώντων νεογνών), που είναι ο πιο αυστηρός δείκτης επιτυχίας μετά από προσπάθεια υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, φθάνει στις ηλικίες έως 35 ετών το 33%, στις ηλικίες 38-39 το 19,3% και κατρακυλά στο 12,5% στην ηλικιακή ομάδα 40-42 ετών.
Ο έλεγχος για μονογονιαδιακά νοσήματα γίνεται με τη μέθοδο PCR, ενώ για τα φιλοσύνδετα νοσήματα με τη μέθοδο FISH.
Πρέπει να τονιστεί ότι μέχρι πρόσφατα υπήρχε μια διαρκής αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων για το προεμφυτευτικό screening. Αυτό οφειλόταν στο διαγνωστικό περιορισμό των αποτελεσμάτων λόγω της τεχνικής της μεθόδου (FISH). Πιο συγκεκριμένα αυτή βασιζόταν στη χρήση αρχικά 5 φθοριζουσών χρωστικών, probes, και αργότερα έως και 8 probes, που έδινε τη δυνατότητα ελέγχου έως 15 χρωμοσωμάτων, με αποτέλεσμα ο έλεγχος του εμβρύου να μην είναι πλήρης. Σήμερα αυτό έχει ξεπεραστεί με τη χρήση της μεθόδου CGH (Comprehensive Genome Hybridization) array, που με απλά λόγια είναι δυνατός πλέον ο έλεγχος ολόκληρου του γονιδιώματος και των 46 χρωμοσωμάτων (χρήση έως 3000 DNA probes) και μάλιστα σε 24-36 ώρες.
Η Μονάδα Εξωσωματικής του ΜΗΤΕΡΑ, σε αγαστή συνεργασία με τη Μονάδα Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας ΆλφαLab του Oμίλου ΥΓΕΙΑ, έχει προβεί στη διετία 2011-2014 στον έλεγχο πληθώρας εμβρύων χρησιμοποιώντας είτε τη μέθοδο PCR είτε τη μέθοδο PGS, για πολλά από τα ως άνω αναφερόμενα νοσήματα χρησιμοποιώντας όλες τις νέες τεχνικές που εφαρμόζονται διεθνώς, και τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά αξιόπιστα. Μια συνεχής προσφορά προς την κοινωνία, που επιθυμία όλων είναι η γέννηση, με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια, υγιών παιδιών.