Εξωσωματική γονιμοποίηση: Ο προεμφυτευτικός έλεγχος σε γυναίκες άνω των 40 ετών
Γράφει η
Σταυρούλα Μαραγκού
Μαιευτήρας – Χειρουργός, Γυναικολόγος Γονιμότητας,
Εξειδικευμένη στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής ΥΓΕΙΑ IVF ΕΜΒΡΥΟΓΕΝΕΣΙΣ
Όλο και περισσότερες γυναίκες σήμερα τεκνοποιούν μετά την ηλικία των 40 ετών με εξωσωματική γονιμοποίηση. Καθώς, όμως, με την πάροδο του χρόνου, η γονιμότητα φθίνει, η διαδικασία γίνεται πιο δύσκολη και πιθανότητες αποτυχίας αυξάνονται. Στο σημείο αυτό, είναι καθοριστικός ο ρόλος του προεμφυτευτικού ελέγχου. Για ποιον λόγο, όμως, και -κυρίως- με τι αποτελέσματα;
Την τελευταία εικοσαετία ο αριθμός των γυναικών πάνω από 40 ετών, που επιθυμούν και επιδιώκουν κύηση, έχει σχεδόν επταπλασιαστεί. Η δυσκολία στις ανθρώπινες σχέσεις και στην εύρεση του κατάλληλου συντρόφου, η καριέρα, οι οικονομικοί λόγοι είναι οι αιτίες που, μαζί με την αλλαγή στις κοινωνικές δομές, αυξάνουν τον αριθμό των γυναικών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν σε πιο ώριμη ηλικία.
Όμως, η γονιμότητα της γυναίκας δεν είναι αμετάβλητη. Επηρεάζεται από την ηλικία, μειώνεται μετά τα 35 έτη και ο ρυθμός πτώσης επιταχύνεται μετά τα 40. Κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση οι ωοθήκες διεγείρονται δυσκολότερα και τα ωάρια που ωριμάζουν, φθίνουν σε αριθμό και ποιότητα. Τα έμβρυα που δημιουργούνται, παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό χρωμοσωμικές ανωμαλίες και δεν έχουν τις αναμενόμενες πιθανότητες κύησης ή οδηγούν σε επανειλημμένες αποβολές.
Για τους λόγους αυτούς οι γυναίκες αναγκάζονται να κάνουν συνεχείς προσπάθειες εξωσωματικής, με αλλεπάλληλους κύκλους διέγερσης, και εμβρυομεταφορές, που συνήθως συνοδεύονται από αρνητικά αποτελέσματα. Βιώνουν μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και απογοήτευση, διαθέτουν χρήματα χωρίς αποτέλεσμα και αυτό τις οδηγεί να εγκαταλείπουν την προσπάθεια χωρίς να έχουν φτάσει τον στόχο τους.
Από την πλευρά των ιατρών της αναπαραγωγικής ιατρικής, οι γυναίκες άνω των 40 είναι μια πρόκληση. Αποτελούν σημαντικό ποσοστό των γυναικών που κάνουν εξωσωματική γονιμοποίηση, αφού σχεδόν μία στις πέντε γυναίκες είναι άνω των 40 ετών. Καθεμία χρειάζεται τη δική της, εξατομικευμένη αντιμετώπιση και για τον λόγο αυτό χρειάζεται η ιατρική θεραπεία να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κάθε γυναίκας.
Για τους παραπάνω λόγους ο στόχος σε κάθε περίπτωση είναι η εμβρυομεταφορά τουλάχιστον ενός ελεγμένου και υγιούς εμβρύου στο στάδιο ανάπτυξης της βλαστοκύστης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προεμφυτευτικός έλεγχος εμβρύων με ανάλυση του αριθμού των χρωμοσωμάτων τους πριν από την εμφύτευσή τους στη μήτρα.
Η διαδικασία
Μετά τη διέγερση των ωοθηκών, τα ωάρια που αναρροφήθηκαν κατά την ωοληψία, γονιμοποιούνται με τα σπερματοζωάρια, δημιουργούνται έμβρυα και αρχίζουν τα κύτταρά τους να διαιρούνται. Καθημερινά παρακολουθούνται από τους εμβρυολόγους και σημειώνεται η πορεία της εξέλιξής τους. Την πέμπτη μέρα μετά τη γονιμοποίηση, τα έμβρυα έχουν φτάσει στο στάδιο της βλαστοκύστης. Έπειτα από προεργασία που έχουν κάνει τις προηγούμενες ημέρες οι βιολόγοι, είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει η βιοψία των εμβρύων. Με κατάλληλους και ακίνδυνους για τα έμβρυα τρόπους, χωρίς να θίγεται η εσωτερική και σημαντική κυτταρική μάζα των εμβρύων, γίνεται απόσπαση 4-10 κυττάρων από την εξωτερική εμβρυϊκή μάζα του κάθε εμβρύου. Τα έμβρυα που εξετάζονται, καταψύχονται με εξελιγμένες μεθόδους και μπορούν να παραμείνουν αμετάβλητα μέχρι την απόψυξή τους.
Τα κύτταρα που αποσπάστηκαν από τα έμβρυα παραδίδονται στο εργαστήριο γενετικής. Εκεί με συγκεκριμένες μεθόδους γίνεται η καλλιέργεια των κυττάρων και η ανάλυση των χρωμοσωμάτων τους. Εξάγονται συμπεράσματα για τον αριθμό των χρωμοσωμάτων που μεταφέρει κάθε έμβρυο και με τον τρόπο αυτό μπορούμε να διαχωρίσουμε τα έμβρυα που έχουν φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων (ευπλοϊδικά) από εκείνα που δεν έχουν (ανευπλοϊδικά).
Αν η παραπάνω διαδικασία δεν εξασφάλισε το απαιτούμενο ευπλοϊδικό έμβρυο, μπορεί να επαναληφθεί. Αν, όμως, υπάρχει υγιής βλαστοκύστη, μπορεί να μεταφερθεί στην μήτρα μετά την απόψυξη.
Ο διαχωρισμός των ευπλοϊδικών εμβρύων είναι σημαντικός. Ένα ποσοστό των ανευπλοϊδικών εμβρύων δεν εμφυτεύεται οπότε η μεταφορά τους δίνει αρνητικό αποτέλεσμα. Κάποια όμως ανευπλοϊδικά έμβρυα εμφυτεύονται και το κύημα έχει χρωμοσωμικές ανωμαλίες οπότε είτε αποβάλλεται είτε γίνεται διακοπή κύησης γιατί μπορεί να γεννηθεί παιδί με προβλήματα.
Με τον προεμφυτευτικό έλεγχο μπορούμε να μεταφέρουμε τα υγιή έμβρυα απορρίπτοντας τα παθολογικά και να αυξήσουμε τις πιθανότητες κύησης. Η γυναίκα αποφεύγει συνεχείς εμβρυομεταφορές χωρίς αποτελέσματα, αποβολές ή κύηση παθολογικού παιδιού. Δεν εκτίθεται σε μάταιες προσπάθειες, οι οποίες την καταπονούν ψυχολογικά και οικονομικά. Αντιθέτως, εξασφαλίζει προοπτική κύησης υγιούς παιδιού.