ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΚΟΙΛΙΑΚΕΣ ΣΥΣΤΟΛΕΣ, είναι τελικά τόσο αθώες;

Γράφει ο
Στέλιος Τζέης
Καρδιολόγος-Ηλεκτροφυσιολόγος
Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής Ενηλίκων ΜΗΤΕΡΑ

 

Οι έκτακτες κοιλιακές συστολές (ΕΚΣ) είναι πρώιμες ηλεκτρικές διεγέρσεις οι οποίες προέρχονται από τις κοιλίες (καρδιακές κοιλότητες στο κάτω μέρος της καρδιάς που είναι υπεύθυνες για την εξώθηση του αίματος).

Οι ΕΚΣ παρεμβάλλονται στο φυσιολογικό ρυθμό της καρδιάς με αποτέλεσμα να διαταράσσουν την εύρυθμη κανονικότητα των χτύπων της. Μπορεί να εμφανίζονται ως μεμονωμένες συστολές ή να ακολουθούν ένα μοτίβο διδυμίας (μετά από κάθε φυσιολογική συστολή της καρδιάς ακολουθεί μια έκτακτη) ή τριδυμίας (μετά από κάθε  δύο φυσιολογικές συστολές της καρδιάς ακολουθεί μια έκτακτη). Επιπλέον είναι δυνατόν να εμφανίζονται δύο ή και περισσότερες ΕΚΣ στη σειρά.

Η συχνότητα εμφάνισης ΕΚΣ σε ασθενείς, χωρίς γνωστή καρδιοπάθεια, εκτιμάται στο 1-4%. Υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι αναμενόμενη η εμφάνιση μικρού αριθμού ΕΚΣ σε ημερήσιες καταγραφές καρδιακού ρυθμού (Holter), αλλά γενικά η καταγραφή περισσότερων από 200 ΕΚΣ το 24ωρο θεωρείται παθολογική και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Η πλειοψηφία των ασθενών με ΕΚΣ είναι ασυμπτωματικοί. Οι συμπτωματικοί ασθενείς συχνά αναφέρουν αίσθημα παλμών, ζάλη, εύκολη κόπωση και πιο σπάνια δύσπνοια.

Η εμφάνιση των ΕΚΣ μπορεί να αποδίδεται, είτε σε καρδιακά, είτε σε εξωκαρδιακά αίτια. Συχνές εξωκαρδιακές αιτίες αποτελούν το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, χρήση ναρκωτικών ουσιών αλλά και εξωκαρδιακές παθήσεις όπως πνευμονοπάθειες, σύνδρομο υπνικής άπνοιας και θυρεοειδοπάθειες. Πληθώρα καρδιαγγειακών παθήσεων μπορεί να πυροδοτήσουν ΕΚΣ, όπως η αρτηριακή υπέρταση, ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια, μυοκαρδίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια και διάφορα είδη μυοκαρδιοπάθειας. Σε μεγάλο όμως ποσοστό, οι ΕΚΣ εμφανίζονται σε ασθενείς χωρίς κάποια εμφανή αιτία οπότε και ονομάζονται ιδιοπαθείς.

Ο διαγνωστικός έλεγχος παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαστρωμάτωση κινδύνου και στη θεραπεία των ασθενών. Ο αρχικός έλεγχος σε κάθε ασθενή περιλαμβάνει το βασικό ΗΚΓ το οποίο μπορεί να αναδείξει υποκείμενη νόσο  και δίνει πληροφορίες για την εντόπιση του έκτοπου κέντρου αλλά και το Ηolter 24ώρου για την ποσοτικοποίηση της αρρυθμίας. Επιπλέον, κύριο ρόλο έχει ο υπερηχογραφικός έλεγχος για την ανάδειξη δομικών βλαβών. Η ηλεκτροκαρδιογραφική δοκιμασία κόπωσης δίνει σημαντικές πληροφορίες, καθώς η εξάλειψη των εκτάκτων κατά την κόπωση είναι συνήθως καλό προγνωστικό σημείο. Σε ασθενείς που υπάρχει υποψία δομικής καρδιοπάθειας συστήνεται η διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς η οποία μπορεί να αναδείξει περιοχές ίνωσης της καρδιάς. Τέλος, σε πιθανή υποκείμενη καρδιακή νόσο ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος μπορεί να συμβάλλει στη διαστρωμάτωση κινδύνου.

Γενικά, ασθενείς με έκτακτες κοιλιακές συστολές χωρίς υποκείμενη καρδιακή πάθηση έχουν καλή πρόγνωση και η απόφαση για θεραπευτική αντιμετώπιση καθορίζεται από την παρουσία και την ένταση των σχετικών συμπτωμάτων.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τις περιπτώσεις ασθενών με ιδιαίτερα υψηλό φορτίο ΕΚΣ ( > 10.000 ή >10% του συνόλου των καρδιακών παλμών σε 24ωρο Holter). Σε αυτή την κατηγορία ασθενών υπάρχει κίνδυνος η πληθώρα εκτάκτων να ελαττώσει τη συστολική δύναμη της καρδιάς και να παρουσιασθεί μυοκαρδιοπάθεια επαγόμενη από ΕΚΣ. Σε ασθενείς με συνοδό παρουσία παθολογικού καρδιακού υποστρώματος, απαιτείται εξειδικευμένη διαχείριση, ώστε να αξιολογηθεί το ενδεχόμενο εμφάνισης απειλητικών για τη ζωή καρδιακών αρρυθμιών.

Η θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών πρέπει να εξατομικεύεται. Σε συμπτωματικούς ασθενείς συστήνεται η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής με στόχο τον έλεγχο των συμπτωμάτων. Συνήθεις επιλογές είναι οι β-αποκλειστές και οι αναστολείς δίαυλων ασβεστίου (βεραπαμίλη, διλτιαζέμη) λόγω υψηλού προφίλ ασφαλείας αλλά και αντιαρρυθμικά φάρμακα (φλεκαϊνίδη – προπαφαινόνη) επί απουσίας δομικής καρδιοπάθειας.

Η επεμβατική αντιμετώπιση με κατάλυση (ablation) δηλαδή ο επεμβατικός καυτηριασμός του έκτοπου κέντρου εξασφαλίζει υψηλή αποτελεσματικότητα με ασφάλεια, πολύ συχνά οδηγώντας στην ίαση του προβλήματος. Η εξέταση γίνεται με τοπική αναισθησία με προώθηση καθετήρων διαμέσου των μηριαίων αγγείων και αποσκοπεί στην εντόπιση του υπεύθυνου κέντρου με χρήση τρισδιάστατων συστημάτων χαρτογράφησης και ακολούθως στην κατάλυσή του με ειδικό καθετήρα.  Σε περιπτώσεις ασθενών που εμφανίζουν έντονη συμπτωματολογία ή μυοκαρδιοπάθεια επαγόμενη από το υψηλό φορτίο ΕΚΣ προτιμάται η άμεση αντιμετώπιση της αρρυθμίας με τη μέθοδο της κατάλυσης.