Έφηβοι και νεαροί ενήλικες με καρκίνο: θεραπευτικές προκλήσεις και προβληματισμοί
Γράφει η
Δανά Ελένη
Παιδίατρος- Ογκολόγος, Αναπλ. Διευθύντρια Ογκολογικού Κέντρου Παιδιών & Εφήβων ΜΗΤΕΡΑ
Οι έφηβοι και νεαροί ενήλικες με καρκίνο αποτελούν μια ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα για την ογκολογία, με ιδιαίτερες θεραπευτικές και ψυχοκοινωνικές ανάγκες και η φροντίδα τους αποτελεί πρόκληση, για όλους τους επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται μαζί τους.
Τι κάνει τον καρκίνο σε αυτήν την ηλικία διαφορετικό;
Πρωταρχικά η χρονική συγκυρία κατά την οποία η ζωή του νέου συναντιέται μαζί του. «Ω νεότητα, πληρωμή του ήλιου, αιμάτινη στιγμή που αχρηστεύει το θάνατο», γράφει ο Ο. Ελύτης. Ο καρκίνος είναι διαφορετικός όταν έρχεται να απειλήσει την «άνοιξη» της ανθρώπινης ζωής, την πιο άτρωτη εποχή της. Αλλά και βιολογικά διαφέρει σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα σε σχέση με τα μικρότερα παιδιά ή τους μεγαλύτερους ενήλικες, ως προς τους ιστολογικούς τύπους, την απάντηση στη θεραπεία, την πρόγνωση.
Στη βιβλιογραφία, ως έφηβοι και νεαροί ενήλικες με καρκίνο ορίζονται οι ασθενείς 15-29 ετών (στην Ευρώπη) ή 15-39 ετών (στην Αμερική). 6% όλων των νέων περιπτώσεων καρκίνου ετησίως αφορούν αυτή την ομάδα. Η επίπτωση των διαφορετικών τύπων καρκίνου βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ «παιδιατρικών» και «ενηλίκου τύπου» νεοπλασμάτων και η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εξαρτάται αντίστοιχα από την επιλογή «παιδιατρικών» ή «ενηλίκου τύπου» θεραπευτικών πρωτοκόλλων. Κι ενώ η ογκολογία (παιδιατρική και ενηλίκων) έχει να καμαρώνει τα τελευταία χρόνια για τη σημαντική αύξηση της επιβίωσης των ασθενών της, στη συγκεκριμένη ομάδα η πρόγνωση είναι λιγότερο καλή.
Τι κάνει την πρόγνωση χειρότερη;
Η καθυστέρηση στη διάγνωση είναι ο πιο σημαντικός λόγος. Οι νέοι νιώθουν άτρωτοι και καθυστερούν να απευθυνθούν στο γιατρό, οι γιατροί υποεκτιμούν την πιθανότητα καρκίνου σε αυτές τις ηλικίες. Επιπλέον, η μειωμένη ασφαλιστική κάλυψη στη συγκεκριμένη φάση ζωής οδηγεί σε μειωμένη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Αλλά και μετά τη διάγνωση, η θεραπεία μπορεί να καθυστερήσει, καθώς ο ασθενής παραπέμπεται και χάνεται ανάμεσα στα παιδιατρικά τμήματα (για τα οποία είναι «πολύ μεγάλος») και στα τμήματα ενηλίκων (για τα οποία είναι «πολύ μικρός»). Οι υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης είναι περιορισμένες και, για τις περιπτώσεις αποτυχίας της κλασσικής θεραπείας, η πρόσβαση σε κλινικές μελέτες για τον συγκεκριμένο πληθυσμό είναι διεθνώς εξαιρετικά περιορισμένη.
Υπάρχει τρόπος να ξεπεραστούν τα εμπόδια και να βελτιωθεί η φροντίδα αυτών των ασθενών;
Η αναγνώριση των μοναδικών και ξεχωριστών αναγκών τους, από τη διάγνωση μέχρι και μετά το τέλος της θεραπείας, είναι το πρώτο βήμα, με ιδιαίτερη μέριμνα στην κοινωνική και ψυχοσυναισθηματική στήριξη, στη διατήρηση της γονιμότητας, στην ανακουφιστική φροντίδα. Η προσέγγιση δεν μπορεί παρά να είναι διεπιστημονική, με συνεχή επικοινωνία και διακίνηση της επιστημονικής γνώσης ανάμεσα στους παιδιάτρους ογκολόγους και στους ογκολόγους ενηλίκων, ανάμεσα στις βαθμίδες υγείας, ανάμεσα στους γιατρούς, τους ασθενείς τους και τους γονείς τους. Η χρηματοδότηση και η ενίσχυση πρωτοβουλιών για στοχευμένη έρευνα είναι ένα ακόμα βήμα.
Τέλος, καίριας σημασίας είναι η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, ως προς το όριο ηλικίας, πάνω ή κάτω από το οποίο ο νεαρός ασθενής υποχρεούται να νοσηλευτεί σε ογκολογικό τμήμα ενηλίκων ή παίδων αντίστοιχα. Πέρα από το τυπικό ενός αριθμού, κάθε ασθενής έχει δικαίωμα να θεραπεύεται στο κέντρο που μπορεί και ξέρει να τον φροντίσει καλύτερα, κι εκεί όπου η οικογένεια εμπιστεύεται και επιλέγει.