Επιλόχεια κατάθλιψη: Αντίπαλος για τη μητέρα, αλλά και για το παιδί
Για τη γυναίκα η περίοδος του τοκετού είναι εξ ορισμού μια δοκιμασία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επιλόχεια κατάθλιψη. Παρότι η κλινική εικόνα της δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είναι πιθανό να εξελιχθεί σε απειλή ακόμα και για τη ζωή της μητέρας, με σημαντικές επιπτώσεις και για το παιδί. Ποια είναι, λοιπόν, τα σημάδια που θα πρέπει να μας κινητοποιήσουν και ποια είναι η σωστή αντίδραση;
Γράφει ο
Νικόλαος Δ. Τσόπελας
Ψυχίατρος, Επιστ. Συνεργάτης ΜΗΤΕΡΑ
Μία στις δέκα γυναίκες θα παρουσιάσει επιλόχεια κατάθλιψη κατά το πρώτο εξάμηνο μετά τον τοκετό, με το μεγαλύτερο ποσοστό στη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων. Η συχνότητα της διαταραχής παρουσιάζει σταθερότητα σε διαφορετικά έθνη και κουλτούρες.
Παρότι θεωρητικά κάθε λεχώνα μπορεί να αναπτύξει συμπτώματα που κυμαίνονται από την απλή επιλόχεια δυσφορία (αφορά στο 75% των λεχωίδων) μέχρι και την πλήρη εικόνα κατάθλιψης, η νόσος συναντάται κυρίως σε γυναίκες με αγχώδεις ή καταθλιπτικές διαταραχές πριν ή κατά τη διάρκεια της κύησης, σε ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό επιλόχειας κατάθλιψης ή διπολικής διαταραχής. Επιπλέον, η περιορισμένη υποστήριξη της λεχωίδος και η ύπαρξη στρες (λ.χ. λόγω της γέννησης νεογνού με προβλήματα υγείας, οικονομικών ή οικογενειακών δυσκολιών), είναι ισχυροί προγνωστικοί παράγοντες.
Οι αιτίες
Αν και η αιτιολογία της νόσου δεν είναι σαφής, η απότομη πτώση των γυναικείων ορμονών μετά τον τοκετό και άλλες ενδοκρινικές μεταβολές φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο. Επιπλέον ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες, όπως η ευθύνη της γονεϊκότητας, η αλλαγή ρόλου, η απουσία δικτύου υποστήριξης και κυρίαρχες αντιλήψεις για την ψυχική νόσο, συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτής της συναισθηματικής διαταραχής.
Ωστόσο, η ύπαρξη συμπτωμάτων όπως έντονη ευερεθιστότητα, διαταραχή της συγκέντρωσης, αϋπνία ή διαταραγμένος ύπνος, κόπωση και δυσκολία στη φροντίδα του νεογνού, αίσθημα ενοχής ή ανικανότητας ως προς τον μητρικό ρόλο συμβάλλουν στην κλιμάκωση της απελπισίας και την εμφάνιση αυτοκτονικού ιδεασμού.
Η διάγνωση της διαταραχής προκύπτει από τη συνομιλία και την κλινική εκτίμηση της ασθενούς (δεν απαιτούνται συνήθως ειδικές εξετάσεις) και μπορεί να γίνει όχι μόνο από ειδικευμένους επιστήμονες της ψυχικής υγείας, αλλά και από μαίες, γυναικολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και παιδίατρους -αν έχουν εκπαιδευθεί.
Αν και η θεραπεία με φαρμακολογικά ή μη μέσα κρίνεται απαραίτητη, ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών δεν διαγιγνώσκεται. Ωστόσο, η αντιμετώπιση της επιλόχειας κατάθλιψης συνιστά μεγάλη πρόκληση διότι αφορά όχι μόνον στην υγεία της μητέρας, αλλά και τη σωματική και ψυχική αρτιότητα των παιδιών.
Η αντιμετώπιση
Οι περισσότερες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με υποστηρικτικά μέτρα και ψυχοθεραπεία, ενώ η χρήση αντικαταθλιπτικών επιβάλλεται όταν η διαταραχή κρίνεται πιο σοβαρή. Σε αυτήν την περίπτωση η ψυχιατρική εξέταση οφείλει να συνεκτιμά τις δικαιολογημένες ανησυχίες σχετικά με την παρουσία ψυχοτρόπων στο μητρικό γάλα.
Αν και τα ευρείας χρήσης μοντέρνα αντικαταθλιπτικά (ανταγωνιστές σεροτονίνης) έχουν χρησιμοποιηθεί σε εκατομμύρια γυναίκες με επιτυχία, η επιλογή του κατάλληλου αντικαταθλιπτικού επαφίεται στην κρίση του ψυχίατρου σε συνεργασία με την επαρκώς ενημερωμένη μητέρα. Η χρήση αυτής της κατηγορίας φαρμάκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό θεωρείται ασφαλής τόσο για τη γυναίκα όσο και για το νεογνό. Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι κάθε εγκυμοσύνη αφ’ εαυτής έχει ένα 3%-5% ρίσκο για συγγενείς ανωμαλίες και η ύπαρξη κατάθλιψης άνευ θεραπείας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σχετίζεται με δυσμενή αποτελέσματα τόσο για το νεογνό όσο και για τη μητέρα.
Επιπλέον, οι φόβοι για αυτισμό ή σύνδρομο διαταραχής προσοχής και υπερκινητικότητας σε παιδιά που εκτέθηκαν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μητέρας τους σε σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά, δεν έχουν επιβεβαιωθεί.
Η πρόληψη
Τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερη φροντίδα λαμβάνεται για την πρόληψη της εμφάνισης επιλόχειας κατάθλιψης και άλλων προγεννητικών ψυχικών διαταραχών σε γυναίκες υψηλού κίνδυνου (ιστορικό ψυχικής διαταραχής, συζυγική δυσαρμονία, κακοποίηση, οικονομική εξαθλίωση, χρήση ναρκωτικών) με προγράμματα έγκαιρης ανίχνευσης. Υπάρχει αυξανόμενη ευαισθησία, που εκδηλώνεται με τη λειτουργία κέντρων ενημέρωσης και παροχής φροντίδας από δημόσιους οργανισμούς, ομάδες υποστήριξης και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Εν κατακλείδι, επιβάλλεται να τονίσουμε ότι η εγκυμοσύνη δεν προστατεύει από την εμφάνιση ψυχικής διαταραχής. Απεναντίας, η περίοδος μετά τον τοκετό καθιστά τη λεχωίδα πολύ ευάλωτη, ιδιαίτερα αν υπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες. Ως εκ τούτου η έγκαιρη ανίχνευση και η ορθή αντιμετώπιση της επιλόχειας κατάθλιψης βοηθούν στην ελάττωση του ψυχικού φορτίου της νόσου, συμβάλλουν στον κοινωνικό αποστιγματισμό και συντελούν στην υγιή ανάπτυξη του παιδιού και της οικογενειακής μονάδας.
Σεπτέμβριος 2017