Εγκυμοσύνη: ΩΡΛ εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της Κύησης
Οι μεταβολικές και ενδοκρινολογικές μεταβολές, που σχετίζονται με την κύηση, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την κεφαλή και τον τράχηλο.
Γράφει ο
Μηνάς Ν. Αρτόπουλος
Ωτορινολαρυγγολόγος, Χειρουργός Κεφαλής και Τραχήλου
Επιστημονικός Συνεργάτης Τμήματος Ω.Ρ.Λ ΜΗΤΕΡΑ
Η ρινική συμφόρηση κατά τη διάρκεια της κύησης, ή ρινίτιδα της κύησης, αποτελεί μια πολύ συχνή κλινική κατάσταση, γνωστή εδώ και πολλά χρόνια. Πιστεύεται ότι συναντάται σε μια συχνότητα από 5 – 32% των εγκύων, εμφανίζεται προς το τέλος του πρώτου τριμήνου, ενώ μπορεί να επιμένει έως και τον τοκετό. Αυτό συμβαίνει λόγω της γενικευμένης κατακράτησης υγρών στην κύηση και τη δράση των οιστρογόνων. Η ρινική συμφόρηση συνοδεύεται από καθαρή ρινόρροια και οιδηματώδη βλεννογόνο, ο οποίος αποφράσσει τα εκφορητικά στόμια των παραρρινικών κόλπων με αποτέλεσμα τις παραρρινοκολπίτιδες (ιγμορίτιδες).
Το φαινόμενο της επιδείνωσης της βαρηκοΐας, η οποία οφείλεται σε ωτοσκλήρυνση περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Erhard το 1858. Έτσι, πριν την εποχή της αναβολεκτομής, η συμβουλή στις νεαρές γυναίκες με ωτοσκλήρυνση ήταν να αποφεύγουν την κύηση. Μελέτες αναφέρονται σε ποσοστό των γυναικών στις οποίες η βαρηκοΐα επιδεινώνεται από 25 έως 45%. Σήμερα φαίνεται ότι η επιδείνωση της νόσου είναι χειρότερη σε μη χειρουργημένα αυτιά από ότι σε χειρουργημένα. Η καλύτερη προσέγγιση στο θέμα φαίνεται να είναι η χειρουργική επέμβαση πριν την κύηση και η στενή παρακολούθηση της ακοής κατά τη διάρκεια της κύησης, καθώς και αμέσως μετά.
Η ρινορραγία κατά την κύηση είναι κάτι κοινό και οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Κύριος παράγοντας είναι η αυξημένη αγγειοβρίθεια του ρινικού βλεννογόνου, του οποίου οι μικροτραυματισμοί οδηγούν εύκολα σε ρινορραγία. Η γενικευμένη αυτή αύξηση του αγγειακού ιστού οδηγεί επίσης στην ανάπτυξη βλαβών όπως π.χ. κοκκιώματα άνω και κάτω γνάθου, αιμαγγειώματα ρινός κ.τλ. Οι αγγειακοί αυτοί σχηματισμοί τυπικά εμφανίζονται στη στοματική και τις ρινικές κοιλότητες κατά τους πρώτους μήνες της κύησης και εξαφανίζονται αμέσως μετά τον τοκετό ή τη διακοπή της κύησης.
Η δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας κυμαίνεται από 5 έως 30% των εγκύων και ποικίλει όσον αφορά τη συμπτωματολογία της. Μπορεί να εμφανιστεί ως απόφραξη της ευσταχιανής, αλλά και ως μόνιμα ανοικτή ευσταχιανή σάλπιγγα. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μετά το πρώτο τρίμηνο. Οι γυναίκες με απόφραξη της ευσταχιανής σάλπιγγας έχουν αίσθημα πλήρωσης στο αυτί, ενώ γίνονται ακουστοί διάφοροι ήχοι από την παροδική είσοδο αέρα στο μέσο αυτί. Η απόφραξη οφείλεται στο οίδημα των βλεννογόνων και την κατακράτηση υγρών. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις μπορεί να υπάρξει και εκκριτική ωτίτιδα με τη συλλογή ορώδους υγρού στο μέσο αυτί. Στις περιπτώσεις που μια απόφραξη είναι ενοχλητική, η υγρασία και ο συχνός χειρισμός Valsalva προκαλούν ανακούφιση.
Η Γαστροοισοφαγική Παλινδρόμηση (ΓΟΠ) εμφανίζεται στο 30 με 50% του συνόλου των κυήσεων και είναι συχνότερη το τελευταίο τρίμηνο. Αυτό συμβαίνει με δύο μηχανισμούς. Πρώτον, με την χαλάρωση του κατώτερου σφικτήρα του οισοφάγου, που οφείλεται στη δράση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης σε αυτόν. Δεύτερον, με την αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση λόγω της αυξημένης σε μέγεθος μήτρας. Το κύριο σύμπτωμα είναι ο οπισθοστερνικός καύσος. Παρουσιάζεται όμως και ατύπως, με λαρυγγίτιδα (βράγχος φωνής) και φαρυγγίτιδα (φαρυγγοδυνία) από ερεθισμό του βλεννογόνου στις περιοχές αυτές από τα γαστρικά υγρά. Η θεραπεία αφορά κυρίως αλλαγές στον τρόπο ζωής (δίαιτα, αποφυγή κατάκλισης έως και ένα τρίωρο μετά από το γεύμα, ανύψωση του κρεβατιού κ.τλ.). Από φάρμακα, προτιμούνται μόνο τα αντιόξινα, λόγω της μικρότερης απορρόφησης στη συστηματική κυκλοφορία.
Το 10 με 15% περίπου των εγκύων προσβάλλεται από εξωτερικές ωτίτιδες κατά τη διάρκεια της κύησης. Η ασφαλέστερη μέθοδος είναι η χρήση ωτικών διαλυμάτων που μπορούν να προσφέρουν ανακούφιση, όχι όμως θεραπεία. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις συνίσταται η χρήση ωτικών σταγόνων με στεροειδές για την αντιμετώπιση του οιδήματος.
Η έγκυος γυναίκα είναι ένας ιδιαίτερος ασθενής. Είναι αγχωμένη, φοβισμένη, μεγαλοποιεί τους κινδύνους και είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική σε θεραπείες. Συνοδεύεται από έναν επίσης αγχωμένο σύζυγο, ώστε χρειάζονται καθησυχασμό και ήρεμη προσέγγιση. Η επεξήγηση της φυσιολογίας της κύησης και του μηχανισμού που προκαλεί τα διάφορα συμπτώματα, όπως και το ότι δεν υπάρχουν βλαπτικές επιδράσεις για το έμβρυο, είναι ανακουφιστικές και για τους δύο.
Οι εξετάσεις αίματος δε βοηθούν ιδιαίτερα στη διερεύνηση φλεγμονών, λόγω της εκσεσημασμένης λευκοκυττάρωσης, που έχει ούτως ή άλλως η έγκυος. Χρήσιμο είναι να έχουμε γνώση κάποιων προγενέστερων εξετάσεων, ώστε να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε π.χ. την απώλεια αίματος στη ρινορραγία, λαμβάνοντας υπόψη την συνυπάρχουσα, λόγω κύησης, σιδηροπενική αναιμία.
Η έγκυος γυναίκα κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην Ιατρική.