Διατροφή: Τα βιολογικά προϊόντα, πού υπερέχουν και γιατί
Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά αναφερόμαστε στα λεγόμενα «βιολογικά προϊόντα». Ενώ κάποτε μπορούσε κανείς να τα προμηθευτεί μόνο σε εξειδικευμένα καταστήματα, τώρα μπορεί να τα αγοράσει σε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ή σε οπωροπωλεία. Ποια είναι όμως η πραγματική διαφορά μεταξύ των βιολογικών προϊόντων και αυτών που καλλιεργούνται «παραδοσιακά» όσον αφορά στη διατροφική αξία και την ασφάλεια;
Γράφουν οι
Πολυξένη Κουτκιά – Μυλωνάκη
Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Διευθύντρια Διαιτολογικού Τμήματος ΥΓΕΙΑ
Διονυσία Βουτσά & Σταματία Στρατή
Κλινικές Διαιτολόγοι ΥΓΕΙΑ
Κατ’ αρχάς, η λέξη βιολογικά αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι αγρότες καλλιεργούν και επεξεργάζονται τα διάφορα προϊόντα. Τα βιολογικά προϊόντα, τόσο φυτικής όσο και ζωικής παραγωγής, παράγονται σύμφωνα με συγκεκριμένες προδιαγραφές, αρκετά αυστηρές, οι οποίες ορίζονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και αφορούν στην παραγωγή, στη μεταποίηση και στην εμπορία τους. Εγκεκριμένοι οργανισμοί ελέγχου και πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων φροντίζουν για την τήρηση των προδιαγραφών αυτών.
Τέτοια προϊόντα συνήθως είναι:
• Γεωργικά προϊόντα (π.χ. φρούτα, λαχανικά, μέλι, βαμβάκι).
• Ζωικά προϊόντα (π.χ. αβγά, κρέας, ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας).
• Μεταποιημένα προϊόντα (κυρίως τρόφιμα όπως ψωμί, τυρί, έλαια κ.ά.).
Τα φυτικής προέλευσης βιολογικά προϊόντα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στα προϊόντα βιολογικής γεωργίας σε μεταβατικό στάδιο και στα προϊόντα βιολογικής γεωργίας. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι τα πρώτα παράγονται σε χωράφια «υπό μετατροπή», όπως λέγονται, όπου οι αρχές της βιολογικής γεωργίας εφαρμόζονται για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους και διασφαλίζουν ότι φυτοφάρμακα ή υπολείμματά τους θα απουσιάζουν από τα τελικά προϊόντα.
Οι βιολογικές γεωργικές πρακτικές είναι σχεδιασμένες να διατηρούν την ακεραιότητα του εδάφους και του νερού και να μην προκαλούν ρύπανση. Οι αγρότες που καλλιεργούν βιολογικά προϊόντα, δε χρησιμοποιούν συμβατικές μεθόδους για τη λίπανση ή τον έλεγχο των ζιζανίων και των ασθενειών των ζώων. Για παράδειγμα, αντί να χρησιμοποιούν παρασιτοκτόνα, οι γεωργοί βιολογικών προϊόντων χρησιμοποιούν την τεχνική της αμειψισποράς ή κοπριά για να διώξουν τα ζιζάνια.
Επιπλέον διαφορές της βιολογικής καλλιέργειας με τη συμβατική είναι τα εντομοκτόνα από φυσικές πηγές, η χρήση ωφέλιμων εντόμων και πουλιών, αλλά και παγίδων για την απομάκρυνση των ζιζανίων και των παθογόνων.
Στα μεταποιημένα προϊόντα, για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν βιολογικό θα πρέπει κατά την παραγωγική του διαδικασία να χρησιμοποιούνται τεκμηριωμένα βιολογικές πρώτες ύλες και επιτρεπόμενα από τη νομοθεσία πρόσθετα. Εάν ένα συμβατικό προϊόν περιέχει ως πρώτη ύλη κάποιο βιολογικό προϊόν, θα πρέπει να ξεκαθαρίζεται το ποσοστό του συστατικού αυτού και σε καμία περίπτωση αυτό το προϊόν δε θα μπορεί να χαρακτηριστεί στο σύνολό του βιολογικό.
Τα πλεονεκτήματα
Όσον αφορά στη θρεπτική αξία των βιολογικών τροφίμων, έχουν διεξαχθεί διάφορες έρευνες, οι οποίες ως επί το πλείστον έχουν δείξει ότι τα βιολογικά και τα συμβατικά καλλιεργούμενα τρόφιμα έχουν παρόμοια θρεπτική αξία. Ωστόσο, ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι τα βιολογικά προϊόντα είναι πιο πλούσια σε διάφορες βιταμίνες και μέταλλα, όπως η βιταμίνη C, ο σίδηρος, το μαγνήσιο και ο φώσφορος. Επιπλέον, πολλοί καταναλωτές τα προτιμούν αναφέροντας ότι έχουν πιο πλούσια γεύση. Επίσης, καθώς όπως προαναφέρθηκε για την καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων δεν χρησιμοποιούνται παρασιτοκτόνα, ίχνη από τα οποία ενδέχεται να παραμένουν στα συμβατικά καλλιεργούμενα τρόφιμα, οι καταναλωτές τείνουν να τα προτιμούν αντί των συμβατικά καλλιεργούμενων τροφίμων. Ένας ακόμα λόγος προτίμησης των βιολογικών τροφίμων είναι ότι η νομοθεσία που αφορά στα βιολογικά τρόφιμα απαγορεύει τη χρήση οποιουδήποτε πρόσθετου, συντηρητικού ή τον εμπλουτισμό με γλυκαντικά, χρωστικές, ενισχυτικά γεύσεις και θρεπτικά συστατικά, όπως βιταμίνες και ιχνοστοιχεία.
Τέλος, μερικοί καταναλωτές προτιμούν τα βιολογικά προϊόντα για περιβαλλοντικούς λόγους, καθώς οι φάρμες που παράγουν βιολογικά τρόφιμα είναι σχεδιασμένες να μειώνουν τη ρύπανση του περιβάλλοντος και να διατηρούν την ακεραιότητα του εδάφους και του νερού.
Οι ειδικές περιπτώσεις
Ωστόσο, υπάρχουν κάποια φρούτα και λαχανικά που καλό θα είναι οι καταναλωτές να αγοράζουν τα βιολογικά, καθώς τα συμβατικά απορροφούν σε μεγάλο βαθμό τα συνθετικά εντομοκτόνα: είναι αυτά που έχουν λεπτό φλοιό. Τα φρούτα και τα λαχανικά με την περισσότερη απορρόφηση συνθετικών εντομοκτόνων είναι τα ροδάκινα, τα μήλα, τα νεκταρίνια, οι φράουλες, τα κεράσια, τα αχλάδια, οι πιπεριές, το σέλινο, το σπανάκι, το μαρούλι και οι πατάτες.
Αντίθετα, τα φρούτα και τα λαχανικά με τη λιγότερη απορρόφηση συνθετικών εντομοκτόνων είναι η παπάγια, οι μπανάνες, το μάνγκο, ο ανανάς, το αβοκάντο, τα ακτινίδια, το μπρόκολο, τα μπιζέλια, τα σπαράγγια και τα κρεμμύδια.
Επομένως, αυτά τα φρούτα και λαχανικά μπορούν να αγοράζονται ακόμη και ως μη βιολογικά προϊόντα, αφού έχουν ελάχιστη απορροφητικότητα στα συνθετικά εντομοκτόνα.
Παρά τα όποια οφέλη στην υγεία μας, το να αγοράζει κανείς βιολογικά προϊόντα είναι συνήθως πιο δαπανηρό, καθώς οι φιλικές προς το περιβάλλον τακτικές αυξάνουν τα έξοδα των παραγωγών βιολογικών προϊόντων με αποτέλεσμα να αυξάνεται η τιμή του τελικού προϊόντος. Επιπλέον, καθώς τα βιολογικά φρούτα και λαχανικά δεν υπόκεινται σε επεξεργασία μετά τη συγκομιδή (π.χ. κέρωμα), δε διατηρούνται φρέσκα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ μπορεί να έχουν διαφορά στο μέγεθος, το χρώμα ή το σχήμα σε σύγκριση με τα συμβατικά καλλιεργούμενα τρόφιμα, τα οποία έχουν συνήθως παρόμοια όψη.
Συμπερασματικά, τα βιολογικά προϊόντα είναι μια πολύ καλή τροφή για τον οργανισμό μας, απαλλαγμένη από βλαβερές και πιθανώς ύποπτες ουσίες που επιβάλλει η μαζική παραγωγή φρούτων και λαχανικών. Βέβαια, λόγω του αυξημένου κόστους, είναι στην οικονομική ευχέρεια του καθενός μας το ποσό που μπορεί να δαπανήσει για μια πιο σωστή βιολογική διατροφή στο σύνολό της.