Παχυσαρκία: όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε. μια ιστορική αναδρομή
Στο χρονολόγιο της ανθρώπινης εξέλιξης περιλαμβάνονται τα στάδια της εξελικτικής διαδρομής του ανθρώπινου είδους -και φυσικά των προγόνων του- και βασίζονται σε τεκμηριωμένα παλαιοντολογικά, εξελικτικά, μορφολογικά, ανατομικά και άλλα δεδομένα.
Γράφει η
Ελευθερία Κρικέλη
Παθολόγος, Διευθύντρια Α΄ Παθολογικής Κλινικής του ΜΗΤΕΡΑ
Η άποψη που κυριαρχεί στον επιστημονικό χώρο σχετικά με την καταγωγή των σύγχρονων ανθρώπων είναι η ονομαζόμενη “Πέρα από την Αφρική”, σύμφωνα με την οποία ο Homo Sapiens εξελίχθηκε στην Αφρική και μετακινήθηκε στις γύρω ηπείρους πριν από 100.000-50.000 χρόνια, αντικαθιστώντας τους πληθυσμούς Homo Erectus στην Ασία και Homo Neanderthalensis στην Ευρώπη.
Έχει, όμως, η εξέλιξη του ανθρώπου φθάσει στο τέλος της; Έχει ολοκληρωθεί; Ή μήπως όχι; Σε σχέση με την υπερήλικη Γη μας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι άνθρωποι βρισκόμαστε ακόμα σε… βρεφικό εξελικτικό στάδιο. Υπάρχουμε και κατοικούμε πάνω στον πλανήτη μας μόλις μερικά εκατομμύρια χρόνια την ώρα που αυτός ο πλανήτης μετράει 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια ζωής. Θα μπορούσαμε δηλαδή με αυτές τις χρονικές αναλογίες να χαρακτηρίσουμε τον σύγχρονο άνθρωπο ουσιαστικά ως νεογέννητο.
Είναι γεγονός, όμως, ότι στην Οδύσσεια της εξελικτικής μας πορείας και μέχρι να φθάσουμε στο σημείο να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Homo Sapiens, υπήρξαν σημαντικότατα στάδια στη διαδικασία της εξέλιξης. Ο τρόπος με τον οποίο μεταμορφωθήκαμε, μεταλλαχθήκαμε καλύτερα, από τριχωτά πιθηκοειδή σε ανθρωπόμορφα όντα, είναι αναμφίβολα εντυπωσιακός.
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και επιστήμονας, θεωρείται και πατέρας της βιολογίας, θεμελιωτής της ζωολογίας, της συγκριτικής ανατομίας και της βοτανικής. Για να εξηγήσει το φαινόμενο “κόσμος, κοινωνία, άνθρωπος” με γνώμονα τις εμπειρίες του και την πραγματικότητα ταξινόμησε τα όντα σε έμψυχα (ζώα, φυτά, άνθρωποι) και άψυχα.
Η μεγαλύτερη συμβολή του έγκειται ακριβώς στη σωστή ταξινόμηση και συστηματοποίηση του υλικού με περισσότερα από ένα κριτήρια, καθώς και στην εξέταση των αιτίων των διαφόρων φαινομένων.
Ως προς τα αίτια, στη σκέψη του Αριστοτέλη κυριαρχεί η τελεολογική ερμηνεία της φύσης: “Κάθε μέλος και όργανο ενός ζωντανού οργανισμού υπάρχει ως εργαλείο και εξυπηρετεί κάποιον σκοπό”. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η σπουδή της βιολογίας είναι ισότιμη με τις άλλες επιστήμες και η μελέτη των κατώτερων του ανθρώπου οργανισμών έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο. Η βιολογία σήμερα ορίζει ως προϋπόθεση ενός ζωντανού όντος, πρώτον, τον μεταβολισμό, δηλαδή την πρόσληψη ουσιών από το περιβάλλον (τροφή) και την επεξεργασία τους για την παραγωγή ενέργειας που θα χρησιμοποιηθεί στις λειτουργίας του όντος και, δεύτερον, την αναπαραγωγή, η οποία βασίζεται στο DNA.
Διατροφή και πρόληψη
Η τροφή που από καταβολής κόσμου χρησιμοποιεί ο πρωτόγονος άνθρωπος και σήμερα ο σύγχρονος, είναι το σύνολο των οργανικών ή ανόργανων ουσιών που επιλέγει για τη θρέψη του και τη διατήρησή του στη ζωή, την ανάπτυξή του, τη ζωτικότητα και ανάπλαση των ιστών του, καθώς οι ουσίες αυτές περιέχουν ενέργεια και θρεπτικά συστατικά.
Η διατροφή πλέον είναι επιστήμη της βιοϊατρικής και συχνά, αν και όχι πάντα, συνδέεται με την πρόληψη. Η διατροφή δεν πρέπει να συγχέεται με τη δίαιτα, τα διάφορα ειδικά σχεδιασμένα διαιτολόγια που έχουν κάποιο συγκεκριμένο στόχο, συνήθως την απώλεια ή την πρόσληψη βάρους για να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά κάποια σχετική νόσος. Ισορροπημένη διατροφή είναι εκείνη που εξασφαλίζει ποικιλία και μέτρο.
Ποια ήταν, όμως, η διατροφή των προγόνων μας; Ποιοι παράγοντες την καθόριζαν τότε; Η διατροφή των σύγχρονων ανθρώπων, η δική μας διατροφή είναι ίδια και, αν όχι, σε τι διαφέρει από εκείνη των προγόνων μας; Σύμφωνα με τους ειδικούς οι άνθρωποι των σπηλαίων ακολουθούσαν τη χορτοφαγική κυρίως δίαιτα, με τα χρόνια, όμως, και ακολουθώντας την εξελικτική πορεία, τη θέση της πήρε η κρεατοφαγία.
Πόσο καλά, όμως, γνωρίζουμε ποια πραγματικά ήταν η παλαιολιθική διατροφή και κατά πόσο ήταν γενετικά προκαθορισμένη; Έρευνες έγκριτων ανθρωπολόγων έχουν καταλήξει στο ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν όντως χορτοφάγος και γνωστός ως Paranthropus Robustus, είδος όμως που εξαφανίστηκε από το οικουμενικό ανθρώπινο οικογενειακό δέντρο.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό το είδος στηρίχθηκε περισσότερο σε φυτικής προέλευσης τρόφιμα, ενώ τα είδη που εξελίχθηκαν και έφθασαν μέχρι τον Homο Sapiens δεν τρέφονταν μόνο χορτοφαγικά.
Ποια ήταν επομένως η πρωτόγονη διατροφή; Το βέβαιο είναι ότι δεν ήταν μόνο μία. Ο παλαιολιθικός άνθρωπος ανάλογα με το πού ζούσε, τρεφόταν κιόλας. Οι φυλές που ζούσαν στους πάγους έτρωγαν κυρίως ζωικά προϊόντα. Αυτό αποδεικνύεται από την ανάλυση των οστών ανθρώπων του Νεάντερταλ. Αντίθετα, αυτοί που ζούσαν σε τροπικά δάση έτρωγαν λαχανικά και φρούτα.
Ωστόσο διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η παλαιότερη και πρώτη διατροφή του ανθρώπου ήταν βασισμένη περισσότερο σε φρούτα, ξηρούς καρπούς και όχι στο κρέας. Ο Dr Colin Campbell, καθηγητής στο Κόρνελ, εξηγεί ότι μόλις πρόσφατα, ιστορικά μιλώντας, αρχίσαμε να τρώμε κρέας και ότι, όταν πλέον το κρέας εντάχθηκε στη διατροφή μας, γίναμε αυτοί που είμαστε. Τα σημερινά γονίδια του ανθρώπου ελάχιστα διαφέρουν από αυτά των παλαιολιθικών προγόνων μας και πολλοί διατροφολόγοι πιστεύουν ότι ο σημερινός άνθρωπος είναι γενετικά προγραμματισμένος να τρέφεται όπως ο πρόγονός του.
Μπορεί τελικά να μην είναι ξεκάθαρο τι έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Μετά βεβαιότητας, όμως, γνωρίζουμε τι δεν έτρωγαν και στην κατηγορία αυτή θα βρούμε ότι δεν κατανάλωναν αλεύρι, ζάχαρη, φυτικά έλαια, αλάτι ούτε trans λιπαρά. Φυσικά δεν υπήρχαν στο διαιτολόγιό τους επεξεργασμένες τροφές ή μεταλλαγμένες, ούτε γνώριζαν από συντηρητικά.
“Μέτρον άριστον”, έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Η εφαρμογή της ισορροπημένης διατροφής έχει σαν αποτέλεσμα τη διατήρηση σταθερού φυσιολογικού βάρους του σώματος και την προστασία της υγείας μας.
Ας έλθουμε για λίγο στην αρχαία Ελλάδα και τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων, τις οποίες κυρίως χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες καλλιεργούσαν τη γη. Θεμέλιο της διατροφής τους ήταν η “μεσογειακή τριάδα” σιτάρι – λάδι – κρασί.
Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντάμε τα δημητριακά σιτάρι, κριθάρι, τα οποία συνοδευόταν από οπωροκηπευτικά, λάχανα, κρεμμύδια, φακές, ρεβίθια. Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με τον τόπο κατοικίας τους. Το φαγητό συνόδευε κρασί, αναμεμειγμένο πάντοτε με νερό.
Για τους αρχαίους τα κύρια γεύματα ήταν τρία. Το πρώτο, ο “ακρατισμός”, αποτελούνταν από κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί, συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές. Το δεύτερο, το “άριστον”, λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Και το τρίτο, το “δείπνον”. Το “εσπέρισμα” ήταν ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα αργά το απόγευμα.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν είναι μόνο τα υλικά κατάλοιπα των προγόνων μας που ανακαλύπτουμε στις ανασκαφές. Πολιτισμός είναι και ο τρόπος ζωής, το πώς σκεφτόμαστε, πώς αντιδράμε και τι τρώμε. Ο Ιπποκράτης έλεγε: “Η τροφή να είναι το φάρμακό σου και το φάρμακό σου η τροφή σου”. Γνωστό παράδειγμα ισορροπημένης διατροφής είναι η μεσογειακή.
Αντίθετα, η κακή διατροφή μπορεί να αποβεί επιζήμια για τον οργανισμό προκαλώντας σοβαρές καταστάσεις, ασθένειες που απειλούν την υγεία όπως η παχυσαρκία.
Η ισορροπία
Μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή περιλαμβάνει υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και λίπη στην προβλεπόμενη σωστή ποσοστιαία αναλογία, ώστε να επιτυγχάνεται η σταθεροποίηση του σακχάρου, ουσία η οποία τονώνει τον οργανισμό, τρέφει τον εγκέφαλο και καίει το λίπος.
Η σωστή αναλογία είναι 40%-50% υδατάνθρακες, 25%-30% πρωτεΐνες και 20%-30% λίπος.
Οι κυριότεροι ιστοί του ανθρώπινου σώματος είναι:
- ο λιπώδης,
- ο μυϊκός, και
- ο οστίτης ιστός.
Ο λιπώδης ιστός, μορφή του συνδετικού ιστού, αποτελεί την κύρια περιοχή αποθήκευσης του πλεονάσματος ενέργειας ως λίπους και η χημική του σύσταση είναι 80%-83% λίπος, 15%-18% νερό και 2% πρωτεΐνες. Ο λιπώδης ιστός είναι ένα πολύ σημαντικό όργανο, με ενεργό ρόλο στη ρύθμιση της ενεργειακής ομοιοσύστασης. Θεωρείται ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας, ο οποίος παράγει πολλά και ποικίλα πεπτίδια με ορμονική δράση. Η κατανόηση της ενδοκρινικής λειτουργίας του λιπώδους ιστού επιτρέπει την αιτιολογική θεραπεία των μεταβολικών διαταραχών που προκύπτουν από την περίσσεια ή έλλειψη του ιστού αυτού.
Το απαραίτητο, ελάχιστα αποδεκτό, λίπος για τις γυναίκες υπολογίζεται στο 10%-12% του συνολικού βάρους, ενώ για τους άνδρες το 2-4%. Ως κανονικό λίπος υπολογίζεται το 20%-24% του συνολικού βάρους για τις γυναίκες και αντίστοιχα το 14%-17% για τους άνδρες.
Τα επίπεδά του, όπως προσδιορίζονται μέσω της λιπομέτρησης, αντανακλούν επακριβώς την κατανάλωση τροφής, σε ποσότητα, ποιότητα και χρόνο λήψης κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς και τα επίπεδα άσκησης – καταδεικνύουν επομένως αν υπάρχει θετικό ή αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας. Για την αποφυγή εμφάνισης ασθενειών που συνδέονται με την παχυσαρκία, είναι σημαντική και επιβεβλημένη η διατήρηση του σωματικού λίπους στα φυσιολογικά όρια.
Αυτό, όμως, που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι ότι η αντιμετώπιση του αυξημένου βάρους πρέπει να γίνεται εγκαίρως πριν εκδηλωθεί το φαινόμενο της υπερπλασίας του λιπώδους ιστού, τότε που τα λιποκύτταρα έχουν αυξηθεί μόνο σε μέγεθος και όχι σε αριθμό, οπότε και η διατήρηση μακροχρόνια φυσιολογικού σωματικού βάρους είναι πιθανότερη.
Η παχυσαρκία πλέον χαρακτηρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως νόσος, και μάλιστα σοβαρή, που απαιτεί έγκαιρη και προσεκτική αντιμετώπιση. Είναι μια επιδημία που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά μόνο με δίαιτα. Η πρόληψη φαίνεται και εδώ ότι είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος.
Σύγχρονη επιδημία
Περίπου 2.500 χιλιάδες χρόνια πριν από τις επισημάνσεις αυτές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όμως, ο Ιπποκράτης, αλλά και οι μετέπειτα συνάδελφοί του ανά τους αιώνες, θεωρούσαν την παχυσαρκία νόσο και χρησιμοποιούσαν θεραπευτικές μεθόδους παρεμφερείς με τις σημερινές για την αντιμετώπισή της.
Αν και είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι η επιδημική μορφή της παχυσαρκίας είναι απόρροια του σύγχρονου τρόπου ζωής, η παρουσία της ήταν εντονότατη από αρχαιοτάτων χρόνων. Μεγάλος αριθμός ειδωλίων της παλαιολιθικής εποχής (23.000 – 25.000 χρόνια πριν), που έχουν βρεθεί σε όλη την Ευρώπη και απεικονίζουν γυναικείες θεότητες (όπως η “Αφροδίτη του Willendorf”), έχουν στεατοπυγική μορφή, δηλαδή παρουσιάζουν σπλαχνική παχυσαρκία και έχουν υπερβολικά μεγάλο στήθος και φαρδείς γλουτούς, και αποτελούσαν θεότητες της γονιμότητας και της αφθονίας της Γης. Αλλά και στη Νεολιθική εποχή και αργότερα, μέχρι την εποχή του Χαλκού (μέχρι το 3000 π.Χ.), βρίσκουμε πολλές Μητέρες-Θεές με την ίδια στεατοπυγική μορφή (μεγάλο, χαλαρό στήθος και μεγάλη περιφέρεια).
Τα περισσότερα ευρήματα προέρχονται από την περιοχή της Ανατολίας και χρονολογούνται γύρω στο 5000-6000 π.Χ.
Ο πατέρας της ιατρικής, ο Ιπποκράτης, στα γραπτά του υποστηρίζει ότι “ο αιφνίδιος θάνατος είναι πιο συνηθισμένος στα παχύσαρκα άτομα απ’ ό,τι στα αδύνατα”, όπως επίσης ότι η παχυσαρκία προκαλεί γυναικεία στειρότητα και πως οι παχύσαρκες γυναίκες παρουσιάζουν “ακανόνιστης συχνότητας έμμηνο ρύση”.
Ο Γαληνός, σημαντικός ιατρός των ρωμαϊκών χρόνων, είχε κατατάξει την παχυσαρκία σε δύο κατηγορίες: μέτρια (moderate) και υπερβολική (immoderate), όπου η πρώτη θεωρούνταν φυσιολογική και η δεύτερη νοσογόνος. Επίσης, από τους ρωμαϊκούς χρόνους υπάρχουν περιγραφές που συνδέουν την παχυσαρκία με την υπνηλία και την άπνοια ύπνου και αναφέρονται περιπτώσεις ανθρώπων που πέθαναν από υπερβολικό βάρος.
Ο Ιπποκράτης συνιστούσε στους παχύσαρκους και σε όσους επιθυμούσαν να χάσουν βάρος:
• να τρώνε ένα σέλινο και να ιδρώνουν για να το αποκτήσουν,
• να εκτελούν κάποια επίπονη εργασία πριν το φαγητό,
• να παίρνουν τα γεύματά τους αμέσως μετά και όσο ακόμα είναι λαχανιασμένοι και καταπονημένοι από την προσπάθεια,
• να μην πίνουν πριν από τα γεύματα, παρά μόνο κρασί, αραιωμένο και δροσερό.
Η παχυσαρκία είναι ένα από τα σπουδαιότερα και πλέον επικίνδυνα διατροφικά προβλήματα για τις προηγμένες χώρες και οφείλεται στην υπερβολική και παθολογική συσσώρευση λίπους στον ανθρώπινο οργανισμό. Ως παχυσαρκία ορίζεται η περίσσεια του λίπους στο σώμα που συνοδεύεται από σωματικές, ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα πάσχοντα άτομα. Αναγνωρίστηκε επίσημα ως νόσος το 1948, όταν ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο οποίος τη συμπεριέλαβε στη Διεθνή Ταξινόμηση των Παθήσεων (International Classification of Diseases).
Σίγουρα σε πολλούς δημιουργείται η απορία “γιατί είναι νόσος;”. Ως νόσο ορίζουμε κάθε κατάσταση που μειώνει το προσδόκιμο ζωής και την ποιότητα ζωής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στην αναφορά του για την παχυσαρκία το 1997 επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής:
• Η νόσος παίρνει διαστάσεις επιδημίας σε όλο τον κόσμο.
• Οδηγεί σε άλλες ασθένειες, με αυξημένο ιατρικό και κοινωνικό κόστος.
• Τα βασικά αίτια είναι η καθιστική ζωή και η υψηλή σε λιπαρά και πλούσια σε θερμίδες διατροφή.
• Είναι δυνατόν να προληφθεί με την αλλαγή στον τρόπο ζωής και τις διατροφικές συνήθειες.
• Η πρόληψη για την παχυσαρκία δεν είναι προσωπικό θέμα, αλλά χρειάζονται κοινωνικές αλλαγές.
Η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται ως χρόνια πολυπαραγοντική νόσος του ενεργειακού μεταβολισμού και είναι το νοσηρό αποτέλεσμα κακής διατροφής, τόσο από πλευράς επιλογής τροφών επικίνδυνης διατροφικής αξίας όσο και κακής αναλογίας, καθώς και λανθασμένης κατανομής των γευμάτων κατά τη διάρκεια του 24ώρου, με αποτέλεσμα τον πλήρη αποσυντονισμό των κιρκάδιων ρυθμών των οργάνων του σώματος σε σχέση με τον κεντρικό ενορχηστρωτή, το κεντρικό βιολογικό μας ρολόι, που εδρεύει στον υπερχιασματικό πυρήνα (SNC) του εγκεφάλου μας, πάνω από τον υποθάλαμο.
Η εικόνα στον πληθυσμό
Η εξάπλωση της παχυσαρκίας αποκτά τις τελευταίες 10ετίες επιδημικές διαστάσεις παγκοσμίως. Τα στοιχεία για την παχυσαρκία στη χώρα μας είναι άκρως ανησυχητικά, αφού 7 στους 10 ενήλικες είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Οι άνδρες είναι συχνότερα υπέρβαροι, ενώ οι γυναίκες αντιθέτως είναι παχύσαρκες, με υψηλότερο ποσοστό στην ηλικιακή ομάδα 50-64 ετών για τους υπέρβαρους. Το 50% των παχύσαρκων ανδρών έχει αυξημένο κίνδυνο για μεταβολικές επιπλοκές. Περίπου 1 στους 10 ενήλικες, μόνιμοι κάτοικοι στην Ελλάδα, δήλωσε ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.
Είναι πλέον γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ο χρόνος λήψης της τροφής διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Βάση πειραματικών δεδομένων υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ώρας λήψης τροφής και της ρύθμισης του σωματικού βάρους. Η κατανάλωση γευμάτων σε “λανθασμένο” χρόνο προκαλεί δυσαρμονία στα κιρκάδια βιολογικά κυκλώματα και οδηγεί σε δυσμενείς μεταβολικές συνέπειες.
Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι ο χρόνος κατανάλωσης του κυρίου γεύματος μπορεί να προβλέψει τον βαθμό επιτυχίας της απώλειας βάρους στο πλαίσιο διαιτητικής παρέμβασης σε παχύσαρκα άτομα.
Είναι ενδιαφέρον ότι υπάρχει ένα αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένο κύκλωμα κιρκάδιας διακύμανσης φυσιολογικών παραμέτρων σε διάφορους ιστούς που σχετίζεται με την πρόσληψη τροφής, όπως το στομάχι, το πάγκρεας το έντερο, το ήπαρ, τα επινεφρίδια και ο λιπώδης ιστός.
Γνωρίζοντας πλέον ότι η τροφή αποτελεί σημαντική πηγή ενέργειας για τον λιπώδη ιστό, ο χρόνος λήψης της τροφής είναι ζωτικής σημασίας, ενώ οι αλλαγές του μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην παχυσαρκία και στην αποτελεσματικότητα απώλειας βάρους.
Με τα καινούργια δεδομένα επομένως η αποτελεσματικότητα των θεραπειών για την απώλεια βάρους σκοπό έχει να εναρμονίσει το κύκλωμα των κιρκάδιων περιφερικών ρυθμών με το κεντρικό βιολογικό μας ρολόι.
Οι νέες υγιεινοδιαιτητικές στρατηγικές που προτείνονται για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως ο χρονότυπος, το γενετικό υπόστρωμα και ο ρόλος των κιρκάδιων ρυθμών.
Σε τρεις Αμερικανούς επιστήμονες, τους Τζέφρεϊ Χολ, Μάικλ Ρόζμπας και Μάικλ Γιανγκ, απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής του 2017 για τις ανακαλύψεις τους στον τομέα των μοριακών μηχανισμών που ελέγχουν τον κιρκάδιο ρυθμό, δηλαδή το 24ωρο βιολογικό ρολόι του ανθρώπου. Η σπουδαιότητα της ανακάλυψης αφορά στον τρόπο με τον οποίο τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι προσαρμόζουν τον βιολογικό τους ρυθμό ώστε να συγχρονίζεται με τις περιστροφές της Γης.
Η μελέτη της ανθρώπινης εξέλιξης, η ανθρωπογένεση, έχει ως αντικείμενο τη γενικότερη, συστηματική, επιστημονική αναζήτηση των αλλαγών που υπέστη το ανθρώπινο είδος και προσπαθεί να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο συνέβησαν αυτές οι αλλαγές, καθώς και το “γιατί”, δια μέσου των χιλιετηρίδων, από τον αρχέγονο άνθρωπο μέχρι τον σύγχρονο.