Το παράδοξο της παχυσαρκίας στις καρδιαγγειακές νόσους
Γράφει ο
Ελευθέριος Σακαδάκης
Καρδιολόγος, Α΄Επιμελητής Καρδιολογικής Κλινικής Ενηλίκων ΜΗΤΕΡΑ, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η επίπτωση της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, παίρνοντας διαστάσεις επιδημίας. Η παχυσαρκία ορίζεται ως αύξηση της μάζας του λίπους που επηρεάζει την υγεία του οργανισμού. Οι άνθρωποι που έχουν δείκτη μάζας σώματος >30 kg/m2 (υπολογίζεται διαιρώντας το βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) θεωρούνται παχύσαρκοι. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης μάζας σώματος πάνω από το προαναφερθέν όριο, τόσο αυξάνεται η επίδραση της παχυσαρκίας στην υγεία.
Η παχυσαρκία είναι ένας ισχυρός ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων ακόμα κι όταν απουσιάζουν άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως είναι το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι δυσλιπιδαιμίες κ.λπ. Οι ερευνητές και οι κλινικοί ιατροί ιστορικά τόνιζαν ότι η αύξηση της μάζας του σώματος έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πρόληψη, αλλά και στην εξέλιξη μίας καρδιαγγειακής πάθησης. Αντίθετα σε αυτή τη γραμμή σκέψης, αυτή η υπόθεση φαίνεται να μην είναι εντελώς σωστή. Πολλές μελέτες έδειξαν ότι η παχυσαρκία μπορεί να διαδραματίζει έναν προστατευτικό ρόλο όταν συνυπάρχει με κάποια καρδιαγγειακή νόσο. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε «Το παράδοξο της παχυσαρκίας» (obesity paradox). Το παράδοξο της παχυσαρκίας μελετήθηκε σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και στεφανιαία νόσο, καθώς και σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, πνευμονική αρτηριακή υπέρταση και συγγενείς καρδιοπάθειες.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητο να αποσαφηνιστεί το γεγονός ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ορίζει ως παχύσαρκους τους ανθρώπους που έχουν δείκτη μάζας σώματος πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αναλογία των συστατικών που αποτελούν τον κάθε οργανισμό -και πιο συγκεκριμένα την αναλογία λίπους σε σχέση με τους υπόλοιπους ιστούς, όπως είναι η μυϊκή μάζα- καθώς επίσης και την κατανομή του λίπους στο σώμα. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν ασθενείς με παρόμοιο δείκτη μάζας σώματος και παρόμοια συνολική μάζα λίπους, αλλά με εντελώς διαφορετικό προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου. Έτσι, η συσσώρευση λ.χ. λίπους στα σπλάχνα έχει αναγνωριστεί ως ένας μείζων μεταβολικός παράγοντας κινδύνου με αθηρογόνες και επιβλαβείς ιδιότητες στην καρδιακή λειτουργία. Αντίθετα, η συσσώρευση υποδόριου λίπους, καθώς και το βάρος που προσδίδει σε έναν οργανισμό η αυξημένη μυϊκή μάζα, φαίνεται πως δεν είναι εξίσου επιβλαβή όπως το σπλαχνικό λίπος.
Προστατευτικές ιδιότητες
Παρόλο που είναι αναμφίβολο ότι η παχυσαρκία διαδραματίζει έναν καθοριστικό ρόλο για την ανάπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας και σχετίζεται με την επιδείνωση παραγόντων που οδηγούν στην εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων, μπορεί παράλληλα να έχει σε ορισμένες περιπτώσεις και κάποιες προστατευτικές ιδιότητες. Αυτή η παράδοξη συσχέτιση έχει κυρίως αποδειχθεί σε ασθενείς με ήπιου βαθμού παχυσαρκία (δηλαδή με δείκτη μάζας σώματος έως 35 kg/m2). Το παράδοξο της παχυσαρκίας στην καρδιακή ανεπάρκεια έχει κυρίως παρατηρηθεί σε ασθενείς με προχωρημένη νόσο, όπου η συνύπαρξη του αυξημένου βάρους συσχετίστηκε με καλύτερη πρόγνωση σε σύγκριση με τους ασθενείς που είχαν φυσιολογικό βάρος ή ήταν λιποβαρείς.
Ο μοριακός μηχανισμός μέσω του οποίου το αυξημένο σωματικό βάρος μπορεί να βελτιώνει την πρόγνωση σε κάποιους ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο, δεν έχει βιβλιογραφικά πλήρως αποσαφηνιστεί. Η βασικότερη, όμως, υπόθεση είναι ότι η αυξημένη μυϊκή μάζα και η σωστή κατανομή του λίπους οδηγούν σε βελτιωμένη καρδιοαναπνευστική φυσική κατάσταση τον οργανισμό, γεγονός που οδηγεί σε σημαντικά βελτιωμένα μακροχρόνια αποτελέσματα. Αντίθετα, όταν το αυξημένο σωματικό βάρος οφείλεται κυρίως σε συσσώρευση σπλαχνικού λίπους και συνδυάζεται με μειωμένη μυϊκή ισχύ, τότε εκκρίνονται στο αίμα πρωτεΐνες με φλεγμονώδη δράση, οι οποίες μπορούν να επιδεινώνουν απευθείας τη συστολική και διαστολική καρδιακή λειτουργία, καθώς και να οδηγούν στη δημιουργία αθηρωματικών πλακών στις αρτηρίες.
Αναμφίβολος εχθρός
Συμπερασματικά όταν το αυξημένο σωματικό βάρος και η καρδιακή ανεπάρκεια συνυπάρχουν, η πρόγνωση σε κάποιους από τους ασθενείς που ορίζονται «ήπια παχύσαρκοι» μπορεί να είναι καλύτερη σε σχέση με αυτούς που έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος ή είναι αδύνατοι. Είναι προφανές ότι το παράδοξο της παχυσαρκίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για τον γενικό πληθυσμό και ειδικά για ασθενείς που δεν έχουν εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο. Άλλωστε, είναι αποδεδειγμένο ότι, αν η παχυσαρκία είχε προληφθεί, αυτό θα είχε οδηγήσει σε μικρότερο αριθμό ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο από την πρώτη στιγμή. Καθίσταται, λοιπόν, πολύ σημαντική η ανάπτυξη στρατηγικών άσκησης και δίαιτας που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής φυσικής κατάστασης του οργανισμού και στη βελτίωση της αναλογίας της μάζας του σπλαχνικού λίπους σε σχέση με τη μάζα του μη σπλαχνικού λίπους του σώματος, θωρακίζοντας με αυτόν τον τρόπο την υγεία του πληθυσμού, ώστε να είναι σε θέση να έχει καλύτερη πρόγνωση εάν και όταν παρουσιαστεί κάποια καρδιαγγειακή νόσος.