Καρκίνος μαστού και κύηση
Γράφει η
Χριστίνα Τσιώνου
Γυναικολόγος – Χειρουργός Μαστού, Διευθύντρια A’ Κλινικής Μαστού ΜΗΤΕΡΑ
Ο καρκίνος του μαστού κατά την κύηση ορίζεται όταν η διάγνωση γίνεται κατά τη διάρκεια της κύησης ή κατά τα επόμενα δυο χρόνια. Η συχνότητα είναι 1.3 στους 10.000 τοκετούς.
Οι καρκίνοι μαστού κατά την κύηση είναι συνήθως προχωρημένου σταδίου, με θετικούς λεμφαδένες, μεγαλύτερου μεγέθους, χαμηλής διαφοροποίησης, συχνά τριπλά αρνητικοί, ενώ στο 30% των περιπτώσεων Her2 θετικοί.
Είναι πολύ σημαντική η συνεργασία του χειρουργού μαστού, οικολόγου, γυναικολόγου και ψυχολόγου, για την επιλογή των κατάλληλων θεραπευτικών χειρισμών.
Για την έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντικός ο έλεγχος των μαστών στην αρχή κάθε εγκυμοσύνης. Κάθε ψηλαφητή μάζα εφόσον επιμένει πέραν των δυο εβδομάδων, ελέγχεται. Το υπερηχογράφημα μπορεί να ανιχνεύσει σχεδόν το 100% των καρκίνων στην κύηση, ενώ η μαστογραφία αν κρίνεται απαραίτητη γίνεται με κάλυψη της κοιλιάς. Η μαγνητική μαστών αντενδείκνυται.
Είναι πολύ σημαντική η προεγχειρητική διάγνωση που γίνεται με τέμνουσα βελόνη και ιστολογική, ενώ η κυτταρολογική έχει πολλά ψευδώς θετικά. Η σταδιοποίηση σε αρχικό στάδιο χωρίς ψηλαφητούς λεμφαδένες γίνεται με ακτινογραφία θώρακος, με κάλυψη, και εξετάσεις αιματολογικές χωρίς δείκτες.
Όταν η διάγνωση γίνει στο α’ τρίμηνο της κύησης, συζητούμε το ενδεχόμενο διακοπής της κύησης, τονίζοντας ότι αυτή δεν είναι θεραπευτική. Μόνο σε περιστατικά πολύ επιθετικών καρκίνων όπως είναι ο φλεγμονώδης, η διακοπή μας δίνει δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε φάρμακα που αντενδείκνυνται στην κύηση.
Η εγχείρηση επιλογής είναι η μαστεκτομή, διότι η ακτινοθεραπεία αντενδείκνυται κατά την κύηση, όπως και η ορμονοθεραπεία. Βέβαια, στο τέλος του δευτέρου ή στην αρχή του τρίτου τριμήνου μπορεί να γίνει διατήρηση μαστού, ιδίως αν ακολουθήσει χημειοθεραπεία. Η βιοψία φρουρού λεμφαδένα εξατομικεύεται, αν δε αποφασισθεί, προτιμούμε την ανίχνευση με τεχνήτιο, όπου η δόση ακτινοβολίας στο έμβρυο είναι αμελητέα. Αποφεύγουμε τη χρήση μπλε χρωστικής.
Η χημειοθεραπεία γίνεται μετά το α’ τρίμηνο και πριν τις 35 εβδομάδες κύησης. Τα φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι αδριαμυκίνη, κυκλοφωσφαμίδη και φλουορακίλη. Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τις ταξάνες στην κύηση. Επίσης, η στοχευμένη θεραπεία με trastuzumab σε Her2 θετικούς όγκους έχει αναφερθεί να δημιουργεί ολιγοϋδράμνιο. Οι εμβρυϊκές ανωμαλίες σε χημειοθεραπεία κατά την κύηση είναι 1.3% όσο αφορά στον γενικό πληθυσμό. Γίνεται υπερηχογραφικός έλεγχος του εμβρύου πριν από κάθε θεραπεία. Γενικά οι ενδείξεις για χημειοθεραπεία είναι όπως στη μη έγκυο. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται προεγχειρητική χημειοθεραπεία. Ο τρόπος του τοκετού καθορίζεται από τον γυναικολόγο αναλόγως των μαιευτικών παραγόντων. Η επιβίωση είναι η ίδια όπως στις μη έγκυες γυναίκες του ιδίου σταδίου.